Σελίδα 2 από 6 Στή
συνείδηση τῆς ἀποστολικοπατερικῆς διδασκαλίας καί ἐμπειρίας, Ἐκκλησία σημαίνει θεία Εὐχαριστία. Ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἡ «ἀνακεφαλαίωση τοῦ ὅλου μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ». Δέν εἶναι ἕνα ἀπό τά ἑπτά λεγόμενα Μυστήρια. Αὐτό εἶναι ἀντίληψη πού προέρχεται ἀπό τόν σχολαστικισμό τῆς δύσεως, ὁ ὁποῖος ἀγνοοῦσε τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τήν ἀναλυτική μέθοδο, πού ἐπεχείρησε νά ἐφαρμόση στήν θεολογία ὁ σχολαστικισμός, κατακερμάτισε τό ἑνιαῖο Μυστήριο τῆς σωτηρίας σέ ἐπί μέρους αὐτόνομες πτυχές, ἔτσι ὥστε νά μήν ἔχει ἡ μία ἀναφορά στίς ἄλλες. Σύμφωνα μέ τόν π. Γεώργιο
Φλωρόβσκυ, μέχρι τήν ἐποχή τοῦ σχολαστικισμοῦ δέν ἔχουμε στήν πατερική γραμματεία ὁρισμό τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο δέ, σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦταν μιά φανερή καθημερινή Σύναξη τῶν πιστῶν στήν θεία Εὐχαριστία καί δέν χρειαζόταν μία θεωρητική περιγραφή. Ἐπί παραδείγματι ὅταν γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους «συνερχομένων ὑμῶν ἐν ἐκκλησίᾳ...», ἐννοεῖ τήν Εὐχαριστιακή Σύναξη. Ἡ ἀντίληψη αὐτή εἶναι ἡ ρίζα ἀπ’ ὅπου ἀντλοῦσαν ἀργότερα οἱ Πατέρες γιά νά ἀποδώσουν στόν ὅρο «Σύναξις» τήν ἔννοια τῆς Εὐχαριστίας. Ἐπίσης ἡ χρήση ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο, στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του, τοῦ ὅρου «ὅλη ἡ ἐκκλησία», ἀποτελεῖ τόν προάγγελο τοῦ ὅρου τῆς «καθολικῆς Ἐκκλησίας», πού τόν συναντοῦμε γιά πρώτη φορά στόν Ἅγιο Ἰγνάτιο. Καί ἐδῶ ὑπονοεῖται ἡ συνάντηση ἐπί τό αὐτό, διά τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅλων τῶν πιστῶν, ἀνεξάρτητα ἀπό τόν χῶρο καί τόν χρόνο πού ἐτελεῖτο αὐτή. Γιά
νά συνδέσουμε στό σημεῖο αὐτό τήν ἔννοια τῆς «καθολικῆς Ἐκκλησίας» ὡς σύναξη τῶν πιστῶν γιά τήν τέλεση τῆς θ. Εὐχαριστίας μέ τόν Μοναχισμό, ἀναφέρουμε ὅτι ὁ κεντρικός ναός στίς Ἱερές Μονές μας, ὅπου συνάζονται οἱ Μοναχοί νά τελέσουν τήν θεία Εὐχαριστία, ὀνομάζεται «καθολικόν». Σύναξη δηλαδή ὅλων τῶν Μοναχῶν γιά τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἀκόμη
καί ὁ
λαός μας ἔχει
ταυτίσει τόν χῶρο ὅπου τελεῖται ἡ θεία Εὐχαριστία ὄχι μέ τήν ἔννοια τοῦ ναοῦ, ἀλλά μέ τήν ἔννοια Ἐκκλησία. Πηγαίνω στήν Ἐκκλησία λέγει. Ἔχουμε ἑπομένως μιά ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Εὐχαριστία. Εἴπαμε παραπάνω ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μέ τήν Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μέ τήν θεία Εὐχαριστία. Ἄρα ἡ Ἐκκλησία ὡς Εὐχαριστία καί ὡς τόπος ὅπου ἐκχέεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, εἶναι ὁ μόνος χαρισματικός χῶρος μέσα στόν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι βρίσκουν τόν ἀληθινό τους προορισμό, τήν καταξίωσή τους, τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ζήση αἰώνια. Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία ὡς ἀγάπη καί εὐχαριστία ἐπιβιώνει ἐσχατολογικά, καί «οὐδέποτε ἐκπίπτει». |