Σελίδα 2 από 3 «Οἱ
κληρικοί χειροτονοῦνται γιά νά ὑπηρετοῦν καί νά διακονοῦν τόν λαό.
Καί οἱ λαϊκοί ποιμαίνονται γιά τήν σωτηρία τους. Χάρισμα ἀπό τόν Θεό
εἶναι τό νά ποιμαίνει κανείς, χάρισμα εἶναι καί τό νά ποιμαίνεται
πρός σωτηρίαν του» (Μητρ. Ναυπ. Ἱεροθ.). Ὁ Ἀπ. Πέτρος ρυθμίζει τά πράγματα
θεοπνεύστως: «ἕκαστος καθώς ἔλαβε χάρισμα εἰς ἑαυτούς αὐτό διακονοῦντες,
ὡς καλοί οἰκονόμοι ποικίλης χάριτος Θεοῦ» (Α’ Πέτρ. 4, 10). Εἰδικώτερα,
τό λαϊκό στοιχεῖο κατέχει σημαντική θέσι μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία
εἶναι οὐσιώδης. Ἡ θέσις ὅμως αὐτή ἐπ’ οὐδενί λόγῳ εἶναι κυριαρχική
καί ἐξουσιαστική. Εἶναι λειτουργική, συμβάλλουσα στήν εὔρυθμη λειτουργία
τοῦ ὅλου Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει
«λαϊκή κυριαρχία» ἤ «ὁ λαός στήν ἐξουσία». Διότι τήν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ δέν τήν κυβερνᾶ ὁ λαός, μά οὔτε καί ὁ κλῆρος, ἀλλά ὁ Χριστός,
δηλ. τό Εὐαγγέλιο, οἱ ἱεροί κανόνες, ἡ καθολική συνείδησις τοῦ Σώματος. Ὡστόσο
ἡ θέσις αὐτή τῶν λαϊκῶν δέν σημαίνει παθητικότητα καί ἀδράνεια, ἀλλά
πραγμάτωσι τοῦ σκοποῦ τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικοποίησι
τῶν μελῶν της. Τί σημαίνει ὅμως ἐκκλησιαστικοποίησις τῶν λαϊκῶν;
Σημαίνει ἐνεργοποίησις καί χρῆσις τῶν χαρισμάτων πού ἀπολαμβάνουν,
ὡς μέλη Χριστοῦ, ἤτοι α) νά ζοῦν τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ὡς ζωντανά καί ὄχι
νεκρά μελη τοῦ Σώματος, ἐνεργοποιώντας στόν ἑαυτό τους, τό τρισσόν
ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ: βασιλέως, ἱερέως καί προφήτου, β) νά μετέχουν
ἔνεργῶς καί μέ αἴσθησι ψυχῆς στήν θ. λατρεία καί στά Μυστήρια, δεδομένου
ὅτι αὐτά δέν τελοῦνται ἁπλῶς γιά τόν λαό ἀλλά καί μέ τόν λαό, καί γ) νά
διακονοῦν καί νά συνεργάζωνται μέ τούς ποιμένας των, μέ πνεῦμα ἀγάπης,
σεβασμοῦ καί ὑποταγῆς: στήν διοίκησι, τήν κατήχησι, τήν φιλανθρωπία
καί προπαντός στήν μαρτυρία τῆς πίστεως καί τῆς ἀληθείας. Οἱ λαϊκοί
μέ βάσι τό προφητικό τους χάρισμα, ἀποκτοῦν αἰσθητήριο ὀρθοδοξίας,
τό ὁποῖον ἐάν τό φυλάξουν καί τό καλλιεργήσουν, ἀποβαίνει ἀλάνθαστο,
ὅπως ἔχει ἀποδείξει ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία καί ἡ πεῖρα. Ἔτσι ἕνας
ζωντανός ὀρθόδοξος λαός, μπορεῖ νά ἀποβῆ ὁ θεματοφύλαξ καί ὁ φρουρός
τῆς Ὀρθοδοξίας. «Ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας, τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τ.
ἔ. ὁ λαός, αὐτός ἐστί» (Διακήρ. Ὀρθοδ.
Πατριαρχῶν). Γι’
αὐτό τόν λόγο δέν πρέπει νά περιφρονῆται ὁ χριστεπώνυμος λαός, οὔτε
νά παραθεωρῆται ἡ γνώμη του σέ θέματα ἐκκλησιαστικά. Ὁ λαός τοῦ
Θεοῦ δέν εἶναι... «πεζοδρόμιο» ἤ ἀμελητέα ποσότης. Ἔχει φωνή καί
δύναμι καί πρέπει ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία νά τήν ὑπολογίζη. Στό
χρονικό τῆς ἐκλογῆς τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὡς Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας,
γράφονται τά ἑξῆς: «ἅπαν τό πλῆθος καί πᾶς ὁ λαός τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
ὥσπερ ἐκ μιᾶς ψυχῆς καί σώματος συνεληλυθότες ἀνεβόων, ἔκραζον αἰτοῦντες
Ἀθανάσιον Ἐπίσκοπον τῇ Ἐκκλησίᾳ. Τοῦτο ηὔχοντο δημοσίᾳ τῷ Χριστῷ
καί τοῦτο ἡμᾶς (τούς ἐπισκόπους) ὥρκιζον ποιεῖν, ἐπί ἡμέρας καί νύκτας,
μήτε αὐτοί τῆς Ἐκκλησίας ἀφιστάμενοι, μήτε ἡμᾶς ἐπιτρέποντες ἀφίστασθαι
τούτου. Καί ἡμεῖς μάρτυρες τούτου καί ἡ πόλις πᾶσα καί ἡ ἐπαρχία» (Μ.
Ἀθαν. Ἀπολογητικός κατά Ἀρειανῶν). Οἱ
κληρικοί εἶναι ἰδιαιτέρα τάξις μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς φορεῖς
τῆς χάριτος τῆς Ἱερωσύνης, ἡ ὁποία -κατά τόν ὑμνητήν της ἅγ. Χρυσόστομον-
εἶναι: «χαρισμάτων ἁπάντων καί μεῖζον καί περιεκτικόν». Ἡ Ἱερωσύνη
εἶναι μέγα χάρισμα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος,
πού ἀπορρέει βεβαίως ἀπό τήν αἰωνία Ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, καθιστώντας
τόν χειροτονούμενον «οἰκονόμον μυστηρίων Θεοῦ καί ὄργανον τῆς θείας
χάριτος». |