Σελίδα 2 από 6 Τό νέο
δέν ἐμπνέει πάντοτε ἐμπιστοσύνη. Διότι, αὐτό πού λανσάρεται τώρα, ὡς κάτι πού
θά φέρει μιά ἀλλαγή καί μιά ἐπανάστασι στήν ζωή μας, ποιός μᾶς ἐγγυᾶται ὅτι δέν
θά λειτουργήση καταστρεπτικά γιά τήν ψυχική ἤ ἀκόμη καί τήν σωματική μας
ὑπόστασι, ὅταν μάλιστα βρίσκεται σέ κακά χέρια; Δυστυχῶς
ἐπηρεαζόμενοι σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν φαντασμαγορία τοῦ νέου, εἴτε αὐτό
εἶναι κάποιο ἐπίτευγμα, εἴτε εἶναι ἰδεολογία καί σύστημα, τρόπος ζωῆς καί συμπεριφορᾶς,
κάνουν πολλές φορές τό πᾶν γιά νά τό προσλάβουν, μή τυχόν καί θεωρηθοῦν
ἀναχρονιστικοί ἤ καθυστερημένοι. «Ὅμως μετά τήν πρόσκτησί του καί τήν χρῆσι,
ὅταν περάσει ὅπως λέμε ἤ μπογιά του, καταλαμβάνονται ἀπό τόν κόρο καί τήν
ἀπογοήτευσι. Βιώνουν τότε τό κενό τοῦ μοντέρνου, πού εἶναι ἡ μοίρα κάθε
κτιστοῦ». Ὅπως
εἶναι φυσικό, τό κτιστό δέν λυτρώνει. Δέν μπορεῖ νά λύση τά ὑπαρξιακά
προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅ,τι προσφέρει ὁ κόσμος καί ὁ πολιτισμός μπορεῖ νά
βελτιώνη τούς ὅρους διαβιώσεως, τούς ὅρους ἐργασίας, νά αὐξάνη τόν μέσο ὅρο
ζωῆς μέ νέα κάθε φορά φάρμακα, νέους τρόπους θεραπείας ἀσθενειῶν ἤ
μεταμοσχεύσεων νέων ὀργάνων τοῦ σώματος. Δέν δίνει ὅμως λύσι στό ὑπαρξιακό
δρᾶμα τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ὁ θάνατος. Μπροστά στόν θάνατο ὅλα
ἀποδεικνύονται ἄχρηστα καί τιποτένια. Ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἐξ ἴσου ἀνίσχυρος,
πρό τοῦ θανάτου, ὅπως ἦταν καί στίς προηγούμενες γενεές. Ἀληθινά νέο θά ἦταν
μόνον ἐκεῖνο, πού θά μποροῦσε νά νικήση τόν θάνατο μιά γιά πάντα. Εὐτυχῶς
ὅμως πού αὐτό τό νέο ἦλθε, ὑπάρχει. Εἶναι τό καινό μέ «αι». Εἶναι τό ὄντως
μοντέρνο γιατί εἶναι πάντα ἐπίκαιρο. Εἶναι αὐτό πού ἐπιτέλους ἐνίκησε τόν
θάνατο. Καί αὐτό εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας. Τί
εἶναι ὁ Θεάνθρωπος; Ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος καί «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω. 1,
14). Καί αὐτό εἶναι τό γεγονός τῶν γεγονότων, ἡ εἴδησις τῶν εἰδήσεων. Εἶναι τό
μόνον «πρόσφατον, τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον. Τό πάντων καινῶν καινότατον»,
ὅπως θά πῆ ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ὁ
Χριστός εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος «καινά ποιεῖ τά πάντα». Ὁ Χριστός δέν ἔφερε στόν
κόσμο μιά νέα θρησκεία, ἀλλά μιά νέα ζωή. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ φορεύς τῆς νέας ζωῆς
καί τοῦ καινοῦ τρόπου ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ
θεανθρώπινος τρόπος ζωῆς γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ καινή κτίσις. Ἡ
Ἐκκλησία εἶναι τό «μοντέρνο» στοιχεῖο τοῦ Θεοῦ, μέσα σέ ἕνα παληωμένο καί
ξεπερασμένο κόσμο, κτισμένη κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ. Ζῶντας
μέσα στήν ἱστορική πραγματικότητα τήν προσλαμβάνει καί ἀγωνίζεται νά τήν
μεταμορφώση. Δέν γίνεται ἡ Ἐκκλησία κόσμος κατά τό: «μή συσχηματίζεσθε τῷ
αἰῶνι τούτῳ» τοῦ Παύλου, ἀλλά θέλει ὁ κόσμος νά γίνη Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δέν
γίνεται σύγχρονη καί προοδευτική, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀποκτᾶ τό πνεῦμα τοῦ
κόσμου, διότι «πᾶν τό ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν
ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, ἀλλά ὁ κόσμος
πρέπει νά ἐκσυγχρονισθῆ, ἀποκτώντας τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅ,τι
καινό προσφέρει ὁ Θεός μέ τήν σάρκωσί Του στόν κόσμο, ὑπάρχει μέσα στήν
Ἐκκλησία χάριν τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νά ἐνεργοποιήση στήν
προσωπική του ὕπαρξι αὐτήν τήν καινότητα, πού ἀπεργάζεται τήν ὀντολογική καί
ὄχι ἁπλῶς τήν ἠθική ἀνακαίνισί του. Ἔτσι
δημιουργεῖται ὁ καινός, ὁ πραγματικά σύγχρονος, «μοντέρνος» ἄνθρωπος. Ἦταν
πρῶτα μιά ἄγρια ἐληά, ἐξ αἰτίας τῆς πτώσεως, τώρα γίνεται καλλιέλαιος, διά τοῦ
ἐκκεντρισμοῦ του στό νέο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Παίρνει ἀπό τόν Χριστό διά τῆς Ἐκκλησίας,
νέους χυμούς ζωῆς. Ἡ ζωή του ἀποκτᾶ καινούργιο νόημα καί νέο ἦθος, τό ἦθος τοῦ
Χριστοῦ. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατά χάριν Θεός, ἐπιτυγχάνοντας τό καθ’
ὁμοίωσιν. «Γενώμεθα ὡς Χριστός -λέγει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος- ἐπεί καί
Χριστός ὡς ἡμεῖς. Γενώμεθα θεοί δι' αὐτόν ἐπειδή κακεῖνος δι' ἡμᾶς ἄνθρωπος».
Ὅπως τό πυρακτωμένο σίδερο γίνεται ταυτοχρόνως καί φωτιά, χωρίς νά παύη νά
εἶναι σίδερο, ἔτσι καί ὁ θεωμένος ἄνθρωπος, χωρίς νά παύη νά εἶναι ἄνθρωπος,
γίνεται ταυτοχρόνως «κατά μέθεξιν» Θεός. Αὐτή
τήν καταπληκτική δυνατότητα, τήν ἔκαναν πραγματικότητα στόν ἑαυτόν τους οἱ
Ἅγιοι. |