Σελίδα 2 από 3 Στήν ὀρθόδοξη
πνευματική παράδοσι ὁ πνευματικός πατέρας εἶναι ἕνας νέος Μωϋσῆς, σταλμένος ἀπό
τόν Θεό, γιά νά μᾶς ἐλευθερώση, ὅπως καί τόν Ἰσραήλ, ἀπό τήν δουλεία τῆς
Αἰγύπτου, τοὐτέστι τήν ἁμαρτία, καί ἀπό τόν ζυγό τοῦ νοητοῦ Φαραώ, τοῦ
Διαβόλου. Γι’ αὐτό καί ὅσοι ἐπιζητοῦν τήν σωτηρία τους, ἀνέκαθεν καταφεύγουν
στούς πνευματικούς Μωϋσεῖς, στούς Γεροντάδες, (ἤ Ἀββάδες ἤ Στάρετς),
ἀναζητώντας αὐτούς ἀκόμη καί στίς πιό βαθειές ἐρήμους, μέ σκοπό νά μάθουν τήν
ὁδόν τοῦ Κυρίου. Διότι «οὐδενί ὁδόν τελειώσεως ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει, εἰ μή
τοῖς διά πνευματικῶν πατέρων ἐπί ταύτην ὁδηγουμένοις» ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος
Κασσιανός. Ὅμως, στήν ἁγιοπατερική διδασκαλία τονίζεται
ἐπίσης ὅτι δέν δύναται κάποιος νά γίνη πνευματικός πατέρας, ἐάν προηγουμένως
δέν χρηματίση πνευματικός υἱός. Ἡ πνευματική πατρότης συνδέεται στενώτατα μέ
τήν υἱότητα... «Ἐκεῖνος πού ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί εἶναι κατά χάριν υἱός
τοῦ Θεοῦ, εἶναι συγχρόνως καί κατά χάριν πατήρ τῶν ἄλλων... Γιά νά εἶναι κανείς
πραγματικός πνευματικός πατέρας, πρέπει νά εἶναι συγχρόνως υἱός τοῦ Θεοῦ.
Γιατί μόνο σάν παιδί τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἀποκτήση τήν παράδοσι καί μπορεῖ ἔπειτα
νά τήν μεταδώση, ὄχι μέ μηχανικούς καί ἐξωτερικούς τρόπους, ἀλλά μυστηριακά,
καί νά γίνη Πατήρ» (Ὀσμή γνώσεως. Ἀρχ.
Ἱ. Βλάχου νῦν Μητρ. Ναυπάκτου, σελ. 129). Τοῦτο
φυσικά σημαίνει ὅτι καί ὁ πνευματικός πατήρ, θά πρέπει νά ἔχη ὡς υἱός τόν
δικό του πνευματικό πατέρα, στόν ὁποῖο καί νά ὑποτάσσεται. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος, θεωρεῖ ἄξιον δακρύων καί στεναγμῶν ἐκεῖνον, πού αἰσθάνεται ὅτι δέν
ἔχει ἀνάγκη πατρός καί καθοδηγητοῦ, ἐπειδή στηρίζεται στήν δική του σοφία καί,
«ὅ τούτου πονηρότερον, παιδεύειν ἄλλους πεπιστευμένον, τόν μηδέ τῆς οἰκείας
ἀμαθείας ἐπισθανόμενον», Ἡ Ἁγία Γραφή ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ
ἐνεπλήσθη πνεύματος καί συνέσεως καί ἔγινε ἕνας ἐμπνευσμένος ἡγέτης τοῦ λαοῦ
τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ὁ Μωϋσῆς «ἐπέθηκε τάς χεῖρας αὐτοῦ ἐπ' αὐτόν» (Δευτ. 34, 9).
Ἔτσι διά τῆς ὑποταγῆς του στόν Μωϋσῆ παρέλαβε τό ἐξουσιαστικό πνεῦμα καί χάρισμα. Πρέπει νά λεχθῆ ὅτι
αὐτή ἡ μεταβίβασις τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ἀπό ἄνθρωπο
σέ ἄνθρωπο, ἀπό πατέρα σέ παιδί, παρ’ ὅλον ὅτι ἀποτελεῖ γεγονός πού χαροποιεῖ
ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, ἐν τούτοις εἶναι ὑπόθεσις πού συνοδεύεται ἀπό «ὠδῖνες τοκετοῦ» μεγάλες καί συνεπάγεται
θυσίες, δάκρυα καί εὐθῦνες, ἕως ὅτου τό νέο βρέφος αὐξηθῆ καί φθάση «εἰς ἄνδρα
τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». Γι’ αὐτό καί ὁ Παῦλος
ἔγραφε πρός τούς Γαλάτας: «τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω ἄχρις οὖ μορφωθῆ
Χριστός ἐν ὑμῖν» (Γαλάτ. 4,19). Ἔτσι ἡ πνευματική πατρότης συνδέεται καί μέ τήν
μητρότητα. Δηλαδή ὁ πνευματικός πατέρας ἀγαπᾶ τά τέκνα του περισσότερο σάν
μητέρα, «ὡς ἄν τροφός θάλπῃ τά ἑαυτῆς
τέκνα» (Α’ Θεσ. 2,7). «Πήγαινε καί νά ἀγαπᾶς τά πνευματικά σου τέκνα σάν μητέρα
μᾶλλον παρά σάν πατέρας» ἐσυμβούλευε κάποιος Γέροντας τόν ὑποτακτικό του, πού
ἀνελάμβανε ἡγούμενος σέ μιά νέα Μονή... Αὐτά, ὅσοι ἐγέννησαν πνευματικά τέκνα,
τά ἀγάπησαν πραγματικά, τά ἐγαλοκτοτρόφησαν μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τά ἔθρεψαν μέ τόν ἄρτο τῆς ζωῆς, μποροῦν ἐκ πείρας
νά τά ἐπιβεβαιώσουν. Ὡστόσο καί
ἡ παραλαβή τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, διά τῆς υἱότητος καί τῆς ὑπακοῆς, δέν γίνεται
δίχως ἀνάλογο πόνο, ὀδύνη καί αἶμα τῆς καρδιᾶς, ὅπως αὐτά βιώνονται κυρίως στόν
ὀρθόδοξο μοναχισμό μας. Ὁ πόνος συνδέεται τόσο μέ τήν πατρότητα, ὅσο καί μέ τήν
υἱότητα. Ἡ ὑποταγή καί ἡ ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος σημαίνει ὄντως - κατά τούς
Πατέρας - «θάνατον πρό τοῦ θανάτου καί μνῆμα πρό τοῦ μνήματος». «Δέν ἐπόνεσα
τόσο πολύ ὅταν οἱ Γερμανοί ἐσκότωσαν τά ἀδέλφια μου, μπροστά στά μάτια μου
-ὡμολογοῦσε κάποιος μοναχός - ὅσο ἐπόνεσα, κάνοντας ὑπακοή καί κόβοντας τό
θέλημά μου»! |