leftmodule
  • Greek
  • English

 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ
       ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ



ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΓΕΩΡΓΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (Ε.Γ.Τ.Π.Ε.-Π.)


δράση χρηματοδοτήθηκε πό τό πιχειρησιακό πρόγραμμα (Ε.Π.)  “Αγροτική νάπτυξη - νασυγκρότηση τς παίθρου 2000 - 2006 ξονας 7” και συγχρηματοδοτήθηκε πό τό Ερωπαϊκό Γεωργικό Ταμεο Προσανατολισμο και γγυήσεων – Τμμα Προσανατολισμο.

This action was financed by the operation project “Rural development Reconstruction of the country 2000 – 2006 Axis 7” and also financed by the European Agricultural Fund Department.



Τά βασικά δόγματα

1.3.2 . Ο Υιός

 Με την θεολογική ορολογία του Δαμασκηνού, ο Υιός είναι γεννητός (με 2 ν) ως προς τον τρόπον της υπάρξεώς Του και αγένητος (με 1 ν) , δηλαδή άκτιστος, ως προς την ουσία Του. Η γενόμενη από τον Ευνόμιο ταύτιση του αγεννήτου με την ουσία του Πατρός και η συνεπόμενη θεώρηση του Υιού ως ετερουσίου ως προς τον Πατέρα και κτίσματός Του θα πολεμηθεί βίαια από τους Καππαδόκες. Ο άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος σ’ ένα κλασσικό του  κείμενο (Λόγος ΚΘ΄, 16) θα μας βεβαιώσει πως 

«οὔτε οὐσίας ὄνομα ο Πατήρ (. . .) οὔτε ἐνεργείας, σχέσεως δέ, καί τοῦ πῶς ἔχει πρός τον

Υἱόν Πατρ,   Υἱός πρς τν Πατρα».

(Το όνομα Πατήρ δεν είναι όνομα ουσίας (...) ούτε ενέργειας, είναι όνομα σχέσεως και χαρακτηρίζει το πώς σχετίζεται πρός τόν Υιό ο Πατήρ, ή ο Υιός προς τον Πατέρα).

 Ακόμη παραστατικότερα θα το διατυπώσει ο άγ.Μάξιμος ο Ομολογητής: «῾Η παρά τοῦ πατρός κλῆσις οὐκ οὐσίας ἔστι παραστατική, ἀλλά τήν πρός τόν υἱόν σχέσιν ἀποσημαίνει». (Η ονομασία Πατέρας δεν παριστά την ουσία αλλά σημαίνει την σχέση προς τον Υιό). Αυτό δεν θέλει να πει πως η σχέση Πατρός και Υιού δεν είναι και σχέση ουσίας- καθότι ομοούσιοι, όπως είδαμε. Σημαίνει πως το όνομα Πατήρ δεν περιγράφει όλη την ουσία του Θεού, ή μέρος Της, αλλά τον τρόπο με τον οποίο η ουσία αυτή κοινωνείται υποστατικώς (καμμία διάσταση μεταξύ Υποστάσεως ή τρόπον υπάρξεως και της Ουσίας Του δεν είναι δυνατόν, άλλωστε, να νοηθεί στο Θεό).

 Ως προς δε την γνωστή ένσταση των αρειανιζόντων την εκφραζόμενη με το γνωστό σόφισμα «βουληθείς ἐγέννησε τόν Υἱόν ἤ μή βουλόμενος (ἐνν. ὁ Πατήρ); 

ο Ναζιανζηνός προβαίνει κατ’ αρχήν σε ουσιώδεις οντολογικές διακρίσεις:

 «ἔτερον, οἶμαι, θέλων εστι καί θέλησις, γεννῶν καί γέννησις, λέγων καί λόγος, εἰ μή

μεθύομεν. Τά μέν ὁ κινούμενος τά δέ οἷον ἡ κίνησις. Οὔκουν θελήσεως, το θεληθέν·

 οὐδέ γάρ ἕπεται πάντως οὐδέ τό γεννηθέν γεννήσεως, οὐδέ τό ἀκουσθέν ἐκφωνήσεως, ἀλλά τοῦ θέλοντος καί τοῦ γεννῶντος καί τοῦ λέγοντος». (Λόγος ΚΘ΄ 6)

(Είναι άλλο πράγμα νομίζω αυτός που θέλει και η θέλησή του, αυτός που γεννά και η γέννηση, αυτός που λέγει και ο λόγος του, αν δεν είμαστε μεθυσμένοι. Τα μεν πρώτα σημαίνουν αυτόν που ενεργεί ενώ τα δεύτερα την ενέργεια. Δεν ανήκει λοιπόν στη θέληση το αντικείμενο της θελήσεως και ούτε ακολουθεί αυτό τη θέληση, ούτε το γεννημένο ανήκει στη γέννηση, ούτε αυτό που ακούσθηκε ανήκει στη εκφώνηση, αλλά όλα αυτά ανήκουν σ’ αυτόν που θέλει και γεννά και ομιλεί.)

  Οι αρειανοί δίδουν κατά κάποιον τρόπο υπόσταση στην ίδια την θέληση λέγει ο Γρηγόριος

«καί καινήν τινα μητέρα τήν θέλησιν ἀπό τοῦ Πατρός ἀναπλάττονται»,

(και πλάθουν σαν κάποια καινούργια μητέρα την προερχόμενη από τον Πατέρα θέληση) αποδίδοντας την πατρότητα του Υιού στη θέληση και όχι στον θέλοντα Πατέρα.

 ΄Αλλωστε, στον Θεό η γέννηση και η θέληση να γεννήσει ταυτίζονται και η πρώτη δεν είναι δυνατόν κάν να προηγηθεί της δεύτερης: Για τον Θεό συνεπώς

«γέννησις ἐστι ἴσως ἤ τοῦ γεννᾶν θέλησις, ἀλλ᾿ οὐδέν μέσον, εἴ γε καί τοῦτο δεξόμεθα

λως, λλ μ κα θελσεως κρεττων γννησις» (ε.α).

(γέννηση σημαίνει θέληση για γέννηση και τίποτε δεν υπάρχει ανάμεσά τους. Αλλά και αν ακόμα το δεχθούμε εντελώς αυτό, η θέληση δεν είναι παραπάνω από την γέννηση.)

 Κατά τον αγ. Γρηγόριο λοιπόν τον Θεολόγο ο Υιός ονομάζεται έτσι επειδή είναι ένα και το αυτό με τον Πατέρα κατά την ουσία και όχι μόνον αυτό αλλά και προέρχεται από Αυτόν. Μονογενής δε, όχι μόνον επειδή είναι μόνος αυτός από μόνον τον Πατέρα, αλλά και διότι γεννήθηκε με μοναδικό τρόπο και όχι όπως τα σώματα. Λόγος δε, διότι σχετίζεται με τέτοιον τρόπο προς τον Πατέρα, όπως ο λόγος προς τον νου. όχι μόνον διότι η γέννησις Του υπήρξε απαθής, αλλά και γιατί είναι άκρως ενωμένος με τον Πατέρα και Τον εξαγγέλλει. Θα μπορούσε δε να πει κανείς πως μπορεί να παραλληλισθεί και με την σχέση που έχει κάποιος όρος με το οριζόμενο επειδή και αυτό ονομάζεται λόγος: αυτός που κατανόησε τον Υιό (διότι αυτό σημαίνει το εωρακώς) κατανόησε τον Πατέρα, λεει το ευαγγελικό κείμενο. Πάντως ο Υιός είναι σύντομη και εύκολη απόδειξη της φύσεως του Πατρός, αφού κάθε γέννημα είναι σιωπών λόγος του γεννήτορά του. Μπορεί όμως να τον ονομάσει επίσης κανείς Λόγο διότι ενυπάρχει σ’ όλα τα όντα. Διότι τι υπάρχει το οποίο δεν φτιάχθηκε με τον Λόγο και δι’ Αυτού; Υπ’ αυτήν την έννοια μπορεί λοιπόν ο Λόγος να χαρακτηρισθεί με ποικίλα ονόματα. Μπορεί να ονομασθεί σοφία, δύναμη, αλήθεια, εικών, φως, ζωή, δικαιοσύνη, αγιασμός, απολύτρωση, ανάσταση.

 Σοφία μπορεί να ονομασθεί ως ζώσα επιστήμη των θείων και των ανθρωπίνων, αφού κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα από Αυτόν τος λόγους του είναι αυτών που δημιούργησε. Δύναμη καθώς συντηρεί τα γενόμενα και τους χορηγεί την δύναμη της συνοχής. Αλήθεια, καθώς αποτελεί την ενότητα αλλά και την δυνατότητα καθολικής ενοποιήσεως των πάντων, σε αντίθεση με το ψεύδος που χωρίζει και διχάζει  Εικόνα, ως ομοούσιος του Πατρός. Και μάλιστα ζώσα εικόνα του ζώντος Πατρός, παντελώς απαράλλακτη, τύπος ολόκληρος όλου του Πατρός και ταυτόν μαζί Του και όχι απλώς εξωτερικό ομοίωμα. Φως, ως η λαμπρότητα των ψυχών που καθαίρονται με τον λόγο και τον βίο τους. αν είναι σκότος ή πνευματική άγνοια και η αμαρτία, φως είναι η πνευματική γνώση και ο ένθεος βίος.  Ζωή ως δημιουργός κάθε λογικής υπάρξεως. «᾿Εν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμεν» και διότι ελάβαμε πνοή ζωής από Αυτόν και διότι λαμβάνουμε εξ Αυτού Πνεύμα ΄Αγιο, ανάλογα προς την πνευματική χωρητικότητά μας. Δικαιοσύνη, διότι Αυτός διευθετεί δίκαια και αυτούς που βρίσκονται υπό νόμον και όσους βρίσκονται εν χάριτι και ως προς την ψυχή και ως προς το σώμα. Αγιασμός διότι καθαίρει τους ανθρώπους για να δεχθούν πλήρως την δική Του καθαρότητα. Απολύτρωση, μας ελευθερώνει από την κατοχή της αμαρτίας, παραδίδοντας στον θάνατο τον ίδιο τον εαυτό Του και ανάσταση, καθώς μας οδηγεί ολόκληρος στην όντως ζωή, νικώντας τον πνευματικό αλλά και τον σωματικό θάνατο.

 Όσον αφορά δε την σχέση που ειδικότερα προς εμας τους ανθρώπους ο Λόγος μπορεί να ονομασθεί άνθρωπος και υιός ανθρώπου, καθώς ενανθρώπησε για να αγιάσει ολοκληρωτικά και εκ των ένδον τον άνθρωπο, γενόμενος ζύμη στο φύραμα όλης της κτίσεως και ενώνονται προς τον εαυτό του τον κατακριθέντα ούτως ώστε να τον απαλλάξει έτσι από την καταδίκη, γενόμενος τα πάντα για όλους, σώμα, νους, ψυχή, τα οποία διαιρεί και σκορπίζει ο θάνατος. Είναι υιός ανθρώπου ως προερχόμενος από τον Αδάμ και την Παρθένο Μαρία. Μπορεί να ονομασθεί Χριστός λόγω του ότι έχρισε την ανθρωπότητα Του με την Θεότητα με την παρουσία όλου του Θεού Λόγου, σε μια σύνθετη υπόσταση (κατά την ορολογία του Ιωάννου Δαμασκηνού) όπου σ’ ένα Πρόσωπο στεγάζονται δύο τέλειες φύσεις η θεία και η ανθρώπινη, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, ατρέπτως και αχωρίστως σύμφωνα με τον ΄Ορο της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Συνόδου, του οποίου ένα τμήμα αξίζει να παρατεθεί (MCC. V, 1265):

 «῾Επόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις Πατράσιν, ἕνα καί τόν αὐτόν, ὁμολογεῖν Υἱόν τόν

Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν συμφώνως ἄπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τόν αὐτόν ἐν θεό-

τητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεόν ἀληθῶς καί ἄνθρωπον ἀληθῶς τόν αὐτόν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος, ὁμοούσιον τῷ Πατρί κατά τήν θεότητα, καί ὁμοούσιον ἡμῖν τόν αὐτόν κατά τήν ἀνθρωπότητα, κατά πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρίς ἁμαρτίας· πρό αἰώνων

μεν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα κατά τήν θεότητα, ἐπ᾿ ἐσχάτων δέ τῶν ἡμερῶν τόν αὐτόν δι’

ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου τῆς Θεοτόκου κατά τήν ἀν-

θρωπότητα, ἕνα καί τόν αὐτόν Χριστόν, υἱόν, κύριον, μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνηρη-

μένης διά τήν ἕνωσιν, σωζομένης δέ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας τῆς φύσεως καί εἰς ἕν πρόσωπον καί μία ὑπόστασιν συντρεχούσης· οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἤ διαιρού-

μενον, ἀλλ᾿ ἕνα καί τόν αὐτόν υἱόν μονογενῆ, Θεόν Λόγον, Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καθά-

περ ἄνωθεν οἱ προφῆται περί αὐτοῦ καί αὐτός ἡμᾶς ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός ἐξεπαίδευσε

καί το τῶν πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον».