leftmodule
  • Greek
  • English

 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ
       ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ



ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΓΕΩΡΓΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (Ε.Γ.Τ.Π.Ε.-Π.)


δράση χρηματοδοτήθηκε πό τό πιχειρησιακό πρόγραμμα (Ε.Π.)  “Αγροτική νάπτυξη - νασυγκρότηση τς παίθρου 2000 - 2006 ξονας 7” και συγχρηματοδοτήθηκε πό τό Ερωπαϊκό Γεωργικό Ταμεο Προσανατολισμο και γγυήσεων – Τμμα Προσανατολισμο.

This action was financed by the operation project “Rural development Reconstruction of the country 2000 – 2006 Axis 7” and also financed by the European Agricultural Fund Department.



Τά βασικά δόγματα
            Η εμμονή του ΄Ορου στα τέσσερα επιρρήματα που περιγράφουν τον τρόπο της ενώσεως των δυο φύσεων στο ένα Πρόσωπο του Λόγου, σκοπεύει συν τοις άλλοις στην αναίρεση αφ’ ενός της αίρεσης του νεστοριανισμού, ο οποίος θεωρούσε πως η ύπαρξη δύο φύσεων στον Χριστό σήμαινε και την ύπαρξη δυο ξεχωριστών προσώπων σ’ Αυτόν ενωμένων μεταξύ τους ηθικά και εξωτερικά και όχι οντολογικά. Ο Χριστός υπήρξε ένας άνθρωπος, κατά τον Νεστόριο, ο οποίος «ἐκ προκοπῆς ἐθεώθη», ενωνόμενος κάποια στιγμή εξωτερικά, ηθικά, ως πρόσωπο με το θείο πρόσωπο του Λόγου, πράγμα που σημαίνει πως ο Χριστός δεν υπήρξε πραγματικά ένα ενιαίο, αυτοσυνείδητο όν το οποίο ήταν όντως ο Θεός Λόγος, και επομένως η ανθρώπινη φύσις δεν εθεώθη πράγματι, οντολογικώς, σ’ Αυτόν. Αφετέρου αναιρεί τον μονοφυσιτισμό, τόσο τον ακραίο, αυτόν του Ευτυχούς, ο οποίος μετά την ένωση των δύο φύσεων στον Χριστό βλέπει την κατάποση της ανθρώπινης από την θεία φύση, όσο και τον μετριοπαθή μονοφυσιτισμό, αυτόν του Σεβήρου, του Διοσκόρου και των συγχρόνων Αντιχαλκηδονίων. Σύμφωνα μ’ αυτόν τον τελευταίο (Βλ. π. Νικ. Λουδοβίκου, ο.π. , σ. 197) η υπόσταση και η φύση στον Χριστό, ταυτίζονται. Μετά την ένωση λοιπόν των δύο φύσεων, υπάρχει μία υπόσταση ή φύση στον Χριστό ξανά, οι δε διαφορές των ετερουσίων συστατικών αυτής της νέας φύσεως που είναι ο Χριστός, δεν είναι διαφορές φύσεων, πού μπορούν να αριθμηθούν, όντας δύο ξεχωριστές κατά τον αριθμό φύσεις, αλλά πρόκειται για διαφορές ποιοτήτων εντός μιας και της αυτής φύσεως. Δεν πρόκειται δηλ. μετά την ένωση για δυο πραγματικές και απολύτως αυτοτελείς φύσεις, αλλά για μια νέα σύνθετη φύση αποτελούμενη από τα ιδιώματα και των δυο πρώτων φύσεων, θείας και ανθρώπινης . Καταλαβαίνει βέβαια κανείς πως εδώ πρόκειται περισσότερο για μείξη φύσεων και όχι για ένωση (ασύγχυτη και άτρεπτη ακριβώς!) δύο αυτοτελών φύσεων. Αυτόν λοιπόν τον μονοφυσιτισμό, καθώς και τον νεστοριανισμό αποσκοπούν να αναιρέσουν τα τέσσερα αυτά επιρρήματα (ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως) πού περιγράφουν τον τρόπο ενώσεως των δύο φύσεων, θείας και ανθρώπινης, στο ένα πρόσωπο του Λόγου, στον Χριστό.

 Συνεχίζοντας την περιγραφή των ονομάτων του Χριστού, σε σχέση με το απολυτρωτικό Του έργο θα λέγαμε πώς ονομάζεται επίσης οδός και θύρα καθώς δι’ Αυτού διερχόμαστε προς τον Πατέρα, δηλαδή προς την θέωσή μας. Ποιμένας διότι εκτρέφει και ποτίζει και καθοδηγεί και αναζητά τους απωλεσμένους. Αμνός καθότι προσφέρεται υπέρ ημών. Ιατρός, επειδή θεραπεύει σωματικές, ψυχικές και πνευματικές νόσους. Αρχιερεύς διότι μας προσάγει στον Πατέρα, Μελχισεδέκ ως αμήτωρ καθότι Θεός και απάτωρ ως άνθρωπος και αγενεαλόγητος ως Θεός. Ο Χριστός κατά τον άγιο Μάξιμο τον Θεολογητή έχει και άλλα ονόματα αναρίθμητα, που περιγράφουν τις αναρίθμητες «σωστικές επίνοιές» Του για χάρη των ανθρώπων. Τα ονόματα δηλαδή αυτά περιγράφουν τρόπους και υπαρξιακούς αναβαθμούς μετοχής του Χριστού, από μέρους των πιστών, αναλόγως προς την ιδιοπροσωπία και την πνευματική δύναμη εκάστου, αλλά και την κοινωνία μεταξύ τους, μέσα στο Σώμα Του, την Εκκλησία.

 

1.3.3. Το ΄Αγιον Πνεύμα

 Σύμφωνα με την θεολογική ορολογία του αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, το ΄Αγιο Πνεύμα είναι Αγένητο κατά την ουσία, δηλαδή άκτιστο, Εκπορευτό Δε (από τον Πατέρα) ως προς τον τρόπο της υπάρξεώς Του. Μιλώντας περί εκπορεύσεως του Πνεύματος, όπως και περί γεννήσεως του Υιού δεν σημαίνει πως προσδιορίζουμε ή αναλύουμε λογικά τον τρόπο των θείων Προόδων.

«Τίς οὖν ἡ ἐκπόρευσις ; Εἰπέ σύ τήν ἀγεννησίαν τοῦ Πατρός, κἀγώ τήν γέννησιν του Υἱοῦ φυσιολογήσω, καί τήν ἐκπόρευσιν τοῦ Πνεύματος, καί παραπληκτίσομεν ἄμφω εἰς Θεοῦ

μυστήρια παρακύπτοντες» (Λόγος ΛΑ΄ , 8) (Τι είναι λοιπόν η εκπόρευση; πες μου λοιπόν εσύ τι είναι η αγεννησία του Πατέρα κι εγώ θα σου περιγράψω τι είναι η γέννηση του Υιού και τι είναι η εκπόρευση του Πνεύματος και θα τρελαθούμε και οι δυό αναλύοντας τα μυστήρια του Θεού.)

 «᾿Ακούεις γέννησιν ; Τό πῶς μή περιεργάζου. ᾿Ακούεις τό Πνεῦμα προϊόν ἐκ τοῦ Πατρός ; 

Τό πῶς μή πολυπραγμόνει».(Λόγος Κ΄ ,5 ) (Ακούς για γέννηση; Το πώς έγινε μην το περιεργάζεσαι. Ακούς πως το Πνεύμα προέρχεται από τον Πατέρα; Το πώς αυτό συνέβη μην σε απασχολεί.)

 Αυτά τα δύο πρόσωπα διακρίνονται λοιπόν από τον διάφορο τρόπο υπάρξεώς τους: ο Υιός γεννάται και το Πνεύμα εκπορεύεται. Τα δύο αυτά ρήματα αρκούν για την διάκρισή τους.

 Όπως λοιπόν διευκρίνιζε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (ό.π.):

«ἐπεί οὖν καί τό πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ πατρός, ἐκ τῆς θείας οὐσίας καί αὐτό κατά τήν πατρικήν ὑπόστασιν ἐκπορευόμενον ἐστιν· ἡ γάρ οὐσία πάντῃ τε καί πάντως μία τῶν τριῶν. Οὐκοῦν τό ἐκπορεύειν τῇ πατρικῇ ὑποστάσει ἐφαρμόζεται καί οὐκ ἔστιν τό πνεῦμα καί ἐκ τοῦ υἱοῦ, οὐ γάρ ἐστι τά τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως ἔχειν τόν υἱόν».

(Επειδή λοιπόν και το Πνεύμα το Άγιον είναι από τον Πατέρα και Αυτό επίσης εκπορεύεται από τη θεία ουσία και την πατρική υπόσταση. Πάντως η θεία ουσία των Τριών είναι κατα πάντα και εντελώς μία και η αυτή. Επομένως η εκπόρευση αναφέρεται στην πατρική υπόσταση και δεν προέρχεται το Πνεύμα και εκ του Υιού, διότι δεν είναι δυνατόν ο Υιός να έχει αυτά που έχει η υπόσταση του Πατέρα.)

  Βλέπουμε εδώ επίσης και μία ένσταση κατά του δυτικού FILIOQUE. Αν ο Υιός επίσης εκπορεύει το Πνεύμα αυτό θα σήμαινε σύγχυση των υποστατικών ιδιωμάτων των τριών Προσώπων, σύγχυση δηλαδή μεταξύ των προσώπων, μείωση της πραγματικότητας και της αυτοτέλειας των υποστάσεων, για χάρη ενός είδους απορροφήσεως των υποστατικών χαρακτήρων στην αναγκαιότητα της φυσικής τους ενότητας. Αν η ενότητα των Τριών Προσώπων είναι μια φυσική, αναγκαστική, υπερβουλητική αναγκαιότητα, τότε είναι αναγκαίο το FILIOQUE , η και εκ του Υιού εκπόρευση του Πνεύματος ως παγίωση, εντός της ουσίας, της αιτίας της ενότητας αυτής. Αίτιο της ενότητας δεν είναι τότε ο ενούσιος υποστατικός Πατήρ, αλλά η μία απολύτως συμπαγής ουσία, ενωμένη υπερβουλητικά στον ορίζοντα ενός υπερτάτου θείου νοήματος. Κάτι τέτοιο φαίνεται να συμβαίνει στη θεολογία του Αυγουστίνου που είναι και ο πνευματικός πατέρας του FILIOQUE. (βλ. π. Ν. Λουδοβίκου, ο.π., σς 64-67) Το ίδιο το «Ομοούσιο» τότε, ως έννοια, μεταβάλλεται συνδεόμενο με την Βούληση η οποία ταυτιζόμενη με την Αγάπη ταυτίζεται εν συνεχεία με την ουσία του Θεού. Το FILIOQUE είναι έτσι μια αναγκαιότητα για την δυτική Τριαδολογία, απορρέοντας απ’ την εσώτερη λογική της.

 Σπουδαίος θεολόγος του Αγίου Πνεύματος υπήρξε ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος υπερασπίσθηκε σε πρώιμη εποχή την θεότητα του Αγίου Πνεύματος, ενάντια στους πνευματομάχους. Διότι «πῶς τό ἑτέρους θεοποιοῦν αὐτό τῆς θεότητος ἀπολείπεται; (Ανατρ. Απολ. Ευν. 3,5) Στό «Περί ῾Αγίου Πνεύματος» έργο του ο Μ. Βασίλειος υπερασπίζεται πολλαπλώς την θεότητά Του θεωρώντας καταρχήν ως υποστατικό του ιδίωμα την Αγιαστική Δύναμη, τον Αγιασμό των κτισμάτων παρά το ότι ο Αγιασμός είναι ιδίωμα και των άλλων δύο Προσώπων όπως και ο ίδιος δέχεται: «ὁ κατά φύσιν ἁγιασμός ( . . . )

 ἐκ Πατρός διά τοῦ Μονογενοῦς ἐπί τό Πνεῦμα διήκει» (18, 47).

 Σε άλλο έργο του (Επιστ. 38) αποδέχεται πως το Πνεύμα

«τοῦτο γνωριστικόν τῆς κατά τήν ὑπόστασιν ἰδιότητος ἔχει, τό μετά τόν Υἱόν και σύν

αὐτῷ γνωρίζεσθαι καί τό ἐκ τοῦ Πατρός ὑφεστάναι»

Αναγνωρίζει συνεπώς το ιδιαίτερο υποστατικό χαρακτηριστικό του Πνεύματος στην προέλευσή Του από τον Πατέρα, ό,τι δηλαδή ο Γρηγόριος ο Θεολόγος θα ονομάσει αργότερα εκπόρευση. Το Πνεύμα είναι λοιπόν κατά πάντα «αχώριστο και αδιάστατο» από τον Πατέρα και τον Υιόν και είναι συνημμένο «σε κάθε ενέργεια» αυτών (Περ. Αγ. Πνεύματος, 37). Αγιάζει τους πιστούς, διανέμει χαρίσματα, αγιάζει τις αγγελικές δυνάμεις, οι οποίες δεν είναι φύσει άγιες, αλλά λαμβάνουν τον αγιασμό από το Πνεύμα, ολοκληρώνει «τις σχετικές με τον άνθρωπο οικονομίες» του Χριστού, παρευρισκόμενο συνεχώς μαζί Του μέχρι και την Αναστασή Του, δομεί την Εκκλησία, αγιάζει και τελειοί τα Μυστήρια και αποτελεί εντέλει τον αιώνιο στέφανο των δικαίων – η κόλαση των αδίκων δεν είναι παρά η απόλυτη αλλοτρίωσή τους από το Πνεύμα.

 Κατά τον θεολόγο Γρηγόριο δε, πλήθος ονομάτων ανήκει στο Πνεύμα, καθώς όλες οι προσηγορίες του Θεού είναι και δικές Του, πλήν των υποστατικών χαρακτήρων των άλλων δύο Υποστάσεων.(Λόγος ΛΑ΄ 29)