leftmodule
  • Greek
  • English

 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ
       ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ



ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΓΕΩΡΓΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (Ε.Γ.Τ.Π.Ε.-Π.)


δράση χρηματοδοτήθηκε πό τό πιχειρησιακό πρόγραμμα (Ε.Π.)  “Αγροτική νάπτυξη - νασυγκρότηση τς παίθρου 2000 - 2006 ξονας 7” και συγχρηματοδοτήθηκε πό τό Ερωπαϊκό Γεωργικό Ταμεο Προσανατολισμο και γγυήσεων – Τμμα Προσανατολισμο.

This action was financed by the operation project “Rural development Reconstruction of the country 2000 – 2006 Axis 7” and also financed by the European Agricultural Fund Department.



 

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ

 

Ἀρχιμ. Μαξίμου Κυρίτση, καθηγούμενου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.

Κα­θο­ρι­στι­κό στοι­χεῖ­ο στήν δι­α­μόρ­φω­ση μις κοι­νω­νί­ας, ἑ­νός πε­ρι­βάλ­λον­τος, μις δη­μι­ουρ­γί­ας εἶ­ναι τό ἀν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο.

Ὅ­ταν λέ­με ἀν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο ἐν­νο­οῦ­με τόν ἄν­θρω­πο στήν αὐ­θεν­τι­κή του μορ­φή. Τόν ἄν­θρω­πο πού δη­μι­ουρ­γεῖ σχέ­σεις μέ τό Θε­ό, τόν δη­μι­ουρ­γό του, καί τό πε­ρι­βάλ­λον, μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο ἐ­τά­χθη νά κα­τοι­κή­ση. Δέν ἐν­νο­οῦ­με τόν ἄν­θρω­πο, πού πα­ρα­σύ­ρε­ται καί ἐ­νερ­γεῖ πι­ε­ζό­με­νος ἀ­πό ἀρ­ρω­στη­μέ­νες ψυ­χι­κές καί ψυ­χο­λο­γι­κές λει­τουρ­γί­ες, πολ­λές φο­ρές δι­ε­σπα­σμέ­νες με­τα­ξύ τους καί ἀ­πο­μο­νω­μέ­νες ἀ­πό τό Θε­ό καί τό πε­ρι­βάλ­λον. Καί αὐ­τός δι­α­μορ­φώ­νει πε­ρι­βάλ­λον, ἀλ­λά ἀρ­νη­τι­κά καί κα­τα­στρο­φι­κά.

ἄν­θρω­πος σάν λο­γι­κό ἐ­λεύ­θε­ρο ὄν ἔ­χει τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α νά ἀρ­νη­θῆ τό Θε­ό καί νά προ­σπα­θή­ση νά με­τα­βάλ­λη τήν φυ­σι­κή ἀρ­μο­νί­α καί τό δέ­σι­μό του μέ τό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Ἐ­κεῖ­νο ὅ­μως πού τε­λι­κά ἐ­πι­τυγ­χά­νει εἶ­ναι νά τραυ­μα­τί­ζη καί νά ἀ­κρο­τη­ριά­ζη τήν ὀν­το­λο­γί­α του καί νά δι­α­σα­λεύ­η τόν ἐ­σω­τε­ρι­κό του κό­σμο καί ν συ­νε­χεί­α τόν ἐ­ξω­τε­ρι­κό, δη­μι­ουρ­γών­τας ἀ­φύ­σι­κα ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα καί ἐ­κτρω­μα­τι­κές κα­τα­σκευ­ές πού προ­κα­λοῦν τόν λο­γι­σμό το φυ­σι­ο­λο­γι­κά σκε­πτο­μέ­νου ἀν­θρώ­που.

Φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον καί ἄν­θρω­πος, βρί­σκον­ται σέ μί­α λε­πτή σχέ­ση καί ἀλ­λη­λο­ε­ξάρ­τη­ση ἡ ὁ­ποί­α ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τήν ὁ­μα­λή καί ἁρ­μο­νι­κή λει­τουρ­γί­α τῆς κτί­σε­ως καί τήν πο­ρεί­α της πρός τόν σκο­πό γιά τόν ὁ­ποῖ­ο προ­ο­ρί­σθη­κε ἀ­πό τόν Δη­μι­ουρ­γό της. Ὁ ρό­λος τοῦ ἀν­θρώ­που στήν σχέ­ση αὐ­τή εἶ­ναι δι­πλός, ἀ­φ’ ἑ­νός ἔ­χει τήν δυ­να­τό­τη­τα νά ἐ­πω­φε­λεῖ­ται ἀ­πό ὅ­λα ὅ­σα ὑ­πάρ­χουν στήν κτί­ση καί νά τά χρη­σι­μο­ποι­εῖ σύμ­φω­να μέ τίς ἀ­νάγ­κες του, καί ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου ὀ­φεί­λει νά με­ρι­μνᾶ γιά ὅ­λη τήν δη­μι­ουρ­γί­α καί νά ἀ­πο­τε­λεῖ τόν σύν­δε­σμο με­τα­ξύ Θε­οῦ καί κτί­σε­ως, τόν «ἱ­ε­ρέ­α» τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας πού θά «ἀ­να­φέ­ρει» τήν δη­μι­ουρ­γί­α στόν Θε­ό, πρός πε­ραι­τέ­ρω ἁ­για­σμό. «Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν σοί προ­σφέ­ρο­μεν κα­τά πάν­τα (τό­πον) καί διά πάν­τα (λό­γον)».

ν ἔ­νας ἄν­θρω­πος πι­στεύ­ει ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα ἐ­λευ­θε­ρος νά κά­νη ὅ­τι θέ­λει καί ἐ­πι­χει­ρί­σει τήν ἐ­φαρ­μο­γή αὐ­τῶν πού πι­στεύ­ει, ἀν­τί νά δη­μι­ουρ­γή­ση σχέ­σεις κα­λές πο­λι­τι­σμό κα­τα­στρέ­φει καί τόν ἑ­αυ­τό του καί τούς ἄλ­λους καί τίς σχέ­σεις. Οὐ­σι­α­στι­κά πί­στη του αὐ­τή δέν ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πό τίς φυ­σι­κές του ἰ­δι­ό­τη­τες, ς κτι­στοῦ ἀν­θρώ­που. Εἶ­ναι αὐ­θαί­ρε­τη φαν­τα­στι­κή ἐ­νέρ­γεια πού ἀρ­χή ἔ­χει τόν ἐ­γω­ϊ­σμό καί τήν φι­λαυ­τί­α. Ἀ­πό­λυ­τα ἐ­λεύ­θε­ρος, ς αὐ­το­προσ­δι­ο­ρι­ζό­με­νος εἶ­ναι μό­νο ἄ­κτι­στος Θε­ός.

Ἕ­νας σο­φός ἅ­γιος τς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὁ ἅ­γιος Μά­ξι­μος Ὁ­μο­λο­γη­τής, ἀ­να­φέ­ρει τά ἐ­ξῆς: ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα το ἀν­θρώ­που, ἑ­πο­μέ­νως καί γνή­σια καί ὑ­γει­ής δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τήν φυ­σι­ο­λο­γι­κή λει­τουρ­γί­α τν τρι­ῶν κεν­τρι­κῶν δυ­νά­με­ών του. Το νο, τς λο­γι­κῆς καί τν αἰ­σθή­σε­ων. φυ­σι­ο­λο­γι­κή ἐ­νέρ­γεια το νο δη­μι­ουρ­γεῖ­ται, ὅ­ταν ἔ­χει θεί­α καί ἀ­γα­θά νο­ή­μα­τα, ἄλ­λως κα­τα­λή­γει σέ πα­ρά φύ­σιν. Κα­τά συ­νέ­πεια λο­γι­κή ἀ­πο­κτᾶ ἀ­γα­θούς λο­γι­σμούς. Ἀ­γα­θοί λο­γι­σμοί καί σκέ­ψεις δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ὅ­ταν ἡ λο­γι­κή ἀ­σχο­λεῖ­ται καί ἀ­να­κα­λύ­πτει τό βά­θος τν ὅ­σων ὁ Θε­ός ἐν­τέλ­λε­ται, π΄ ὅ­που ἀ­πορ­ρέ­ει ὁ ἐ­νά­ρε­τος βί­ος. Τό­τε λο­γι­κή ἐ­νερ­γεῖ κα­τά φύ­σιν. Ὅ­ταν ὅ­μως ἡ λο­γι­κή κα­τα­κλύ­ζε­ται ἀ­πό ἐμ­πα­θεῖς λο­γι­σμούς τό­τε ἐ­νερ­γεῖ πα­ρά φύ­σιν. ἅ­γιος Συ­με­ών Νέ­ος Θε­ο­λό­γος λέ­γει ὅ­τι μιά κα­τά φύ­ση θε­ώ­ρη­ση το κό­σμου ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ἐρ­γα­σί­α τν θεί­ων ἐν­το­λῶν καί ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μέ τόν φω­τι­σμό το Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὁ­πό­τε ο αἰ­σθή­σεις ἐ­πι­τυγ­χά­νουν τήν φυ­σι­κή τους ἐ­νέρ­γεια καί δέν ἀ­σχο­λοῦν­ται μέ τήν ἐ­πι­φά­νεια τν δη­μι­ουρ­γη­μά­των καί ὅ­λων τν φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων. Οἱ αἰ­σθή­σεις ἐξ αἰ­τί­ας τς ὑ­γι­ει­οῦς κα­τα­στά­σε­ώς τους δι­εισ­δύ­ουν στό βά­θος τν πραγ­μά­των καί ἀ­να­κα­λύ­πτουν τό λό­γο τς ὑ­πάρ­ξε­ώς τους. Καί πρω­ταρ­χι­κός λό­γος ὑ­πάρ­ξε­ως τς φύ­σε­ως εἶ­ναι τό γε­γο­νός ὅ­τι δό­θη­κε ς δω­ρε­ά ἀ­πό τό Θε­ό γιά τόν ἄν­θρω­πο. δέ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά τήν συν­τη­ρῆ καί δι­α­τη­ρῆ μετ᾿ εὐ­χα­ρι­στή­σε­ως καί εὐ­γνω­μο­σύ­νης, ς κα­λός υἱ­ός ἀ­γα­πη­τοῦ Πα­τρός. Ὄ­χι ὡς ἄ­τα­κτος καί σπά­τα­λος καί ἀ­γνώ­μων. Κά­θε βλά­βη πού προ­ξε­νεῖ­ται στά ζῶ­α ἤ στά φυ­τά καί ἐν γέ­νει στό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον, ἀν­τι­τί­θε­ται στό νό­μο τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως καί κά­θε προ­σκόλ­λη­ση σ’ αὐ­τά ἀν­τι­βαί­νει στίς ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ.

Τό τε­χνι­κό πε­ρι­βάλ­λον πού δη­μι­ουρ­γεῖ ἄν­θρω­πος μέ­σα στό εὐ­ρύ­τε­ρο φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον πού το κλη­ρο­δό­τη­σε Θε­ός, εἶ­ναι πάν­το­τε προ­ϊ­όν τν ἐ­σω­τε­ρι­κῶν ὑ­γει­ῶν ἤ μή, ψυ­χο­λο­γι­κῶν κα­τα­στά­σε­ών του. ν ὑ­πάρ­χη ἐ­σω­τε­ρι­κή ἐ­ναρ­μό­νη­ση ὅ­λων τν δυ­νά­με­ών του καί ὑ­γι­ής λει­τουρ­γί­α τους, τό­τε ὅ­λα τά προ­ϊ­όν­τα, πο­λι­τι­στι­κά, τε­χνο­λο­γι­κά καί πε­ρι­βαλ­λον­το­λο­γι­κά εἶ­ναι ὑ­φα­σμέ­να καί ἐ­ναρ­μο­νι­σμέ­να μέ τό κλη­ρο­δο­τη­μέ­νο φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον πού το δώ­ρη­σε Θε­ός. ν ἔ­σω ἄν­θρω­πος ἀ­σθε­νεῖ καί πά­σχει καί ἀ­πο­δι­ορ­γα­νώ­νε­ται τό­τε ὅ­λα τά δη­μι­ουρ­γή­μα­τα ἔ­χουν αὐ­τή τή τραυ­μα­τι­σμέ­νη σφρα­γί­δα καί ἀ­πό μέ­σα ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σε­ως καί ἱ­κα­νο­ποι­ή­σε­ως τν φυ­σι­κῶν ἀ­ναγ­κῶν, γί­νον­ται πα­γί­δες θα­νά­του καί κλί­μα­κες κα­θό­δου γιά τήν ἀν­θρώ­πι­νη προ­ο­πτι­κή.

ση­με­ρι­νή ἐ­πο­χή παρ᾿ ὅ­λο πού φαί­νε­ται ἀλ­μα­τω­δῶς προ­ο­δευ­τι­κή ς πρός τήν τε­χνο­λο­γί­α κρύ­βη μέ­σα της στοι­χεῖ­α ἀρ­ρω­στη­μέ­νης δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τος πού φέρ­νει τόν ἄν­θρω­πο σέ με­γά­λες ὑ­παρ­ξια­κές δυ­σκο­λί­ες.

Σή­με­ρα πα­ρά πο­τέ ἄλ­λο­τε, μέ τήν ἐμ­πει­ρί­α τς ἀγ­χώ­δους ζω­ῆς, ἀ­πο­τέ­λε­σμα κα­τά ἕ­να με­γά­λο βαθ­μό τς ξέ­φρε­νης καί ἄ­λο­γης καί ἀ­σύ­νε­της τε­χνο­λο­γι­κῆς ἀ­πο­λαύ­σε­ως, ἄν­θρω­πος νο­σταλ­γεῖ πα­λαι­ές κα­λές ἡ­μέ­ρες.

Ἀ­πό ὀρ­θο­δό­ξου πλευ­ράς φυ­σι­κός καί οὐ­σι­α­στι­κός «ὅ­ρος ἀ­να­φο­ρᾶς» στή ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι Πα­ρά­δο­ση. πεῖ­ρα το πα­ρελ­θόν­τος. γή­ϊ­νη ζω­ή σ᾿ ὅ­λες τίς ἐκ­δη­λώ­σεις το ἀν­θρώ­που εἶ­ναι συ­νέ­πεια τς ὀρ­θό­δο­ξης ἐμ­πει­ρί­ας του. δέ ὀρ­θό­δο­ξη ἐμ­πει­ρί­α δέν εἶ­ναι μιά ἀν­θρώ­πι­νη ἱ­κα­νό­τη­τα καί ἀ­να­κά­λυ­ψη. Εἶ­ναι μιά θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ὁ ἀ­νώ­τε­ρος τρό­πος ζω­ῆς. Ἀ­πο­βά­λε­ται ὁ φθαρ­τός τρό­πος αὐ­τῆς τς ζω­ῆς. Ἐκ­δη­λώ­νε­ται τό ὡ­ραῖ­ο, τό ἁρ­μο­νι­κό, τό ἰ­δε­ῶ­δες. φυ­σι­κός ἄν­θρω­πος ἐγ­κα­τα­λεί­πει ἐρ­χό­με­νος σέ ἐ­πα­φή μέ τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό τίς ἀ­να­μεί­ξεις μέ τίς πα­θο­λο­γι­κές ἀ­πο­κλί­σεις καί ἐν­δύ­ε­ται τήν εὐ­πρέ­πεια τς οὐ­ρα­νί­ου Θεί­ας ζω­ῆς. Κα­τε­βαί­νει οὐ­ρα­νός στή γ καί γ γεν­νᾶ ἔρ­γα πού ἀ­πο­τυ­πώ­νουν τίς οὐ­ρά­νι­ες ὀ­μορ­φι­ές. Τό Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξο πα­ρελ­θόν εἶ­ναι γιά μς με­γά­λος δά­σκα­λος πού δί­νει ἔ­τοι­μο ὑ­λι­κό, σο­φά δη­μι­ουρ­γη­μέ­νο γιά τήν πα­ρα­πέ­ρα προ­α­γω­γή.

σύγ­χρο­νη ὅ­μως πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δέν σέ­βε­ται τό πα­ρελ­θόν. Θέ­λει συ­νε­χῶς νά βρί­σκε­ται σέ «ἐ­ξέ­λι­ξη». Μέ τήν φι­λαυ­τί­α τους ο πάν­τες θέ­λουν νά πα­ρου­σιά­σουν τό ὑ­πο­κει­με­νι­κά ὡ­ραῖ­ο. Δέν χρη­σι­μο­ποι­οῦν τό πα­ρελ­θόν μις τε­ρά­στιας πα­ρα­δό­σε­ως. Για­τί αὐ­τή πα­ρά­δο­ση συ­κο­φαν­τή­θη­κε ς βάρ­βα­ρη καί στή θέ­ση της μπῆ­κε αὐ­τή πού φαν­τά­ζη καί ἐν­τυ­πω­σιά­ζη. Πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἕ­νας τε­χνο­λο­γι­κά πε­λώ­ριος ἄν­θρω­πος πού συν­θλί­βη τόν φυ­σι­κό ἄν­θρω­πο. Καί γιά νά χω­ρέ­ση αὐ­τός στή γ χα­λά­ει καί τό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον πού δό­θη­κε γιά νά ζή­ση φυ­σι­κός ἄν­θρω­πος. Τά ὄ­μορ­φα χω­ριά μι­κραί­νουν καί ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται. Ο πό­λεις με­γα­λώ­νουν καί γί­νον­ται πα­ρά­δο­ξες.

Αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζου­με ἐ­μεῖς ο θε­ο­λό­γοι τς Ἀ­να­το­λῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἐ­σχα­το­λο­γί­α, δη­λα­δή δι­α­παι­δα­γώ­γη­ση το ἀν­θρώ­που πς στα­δια­κά νά καλ­λι­ερ­γεῖ­ται καί νά με­τα­μορ­φώ­νε­ται «ἀ­πό δό­ξης ες δό­ξαν» καί νά φθά­νει «ες ἄν­δρα τέ­λει­ον», πς νά χρη­σι­μο­ποι­εῖ μέ μέ­τρο τά ἀ­γα­θά τς γς καί νά με­τα­τρέ­πη αὐ­τόν τόν κό­σμο σέ θεῖ­ο πα­ρά­δει­σο πού πρῶ­τος θά χαί­ρε­ται ὅ­σο ζ ἴ­διος ὁ ἄν­θρω­πος.

Αὐ­τή ἐμ­πει­ρί­α πού ἔ­φτια­χνε ὅ­μορ­φα κτί­ρια, ὅ­μορ­φους Να­ούς, ὄ­μορ­φους οἰ­κι­σμούς, ἀν­τα­νά­κλα­ση το θεί­ου πα­ρα­δεί­σου, ἐγ­κα­τα­λεί­φθη­κε καί στή θέ­ση της ἦλ­θε τό κο­σμο­εί­δω­λο τς ὑ­λι­στι­κῆς ἐ­σχα­το­λο­γί­ας το σύγ­χρο­νου ὑ­λι­στι­κοῦ Δυ­τι­κοῦ κό­σμου.

Μέ βά­ση τήν ἀ­πό­κτη­ση χρη­μά­των καί κτη­μά­των καί ὑ­λι­στι­κῶν ἀ­πο­λαύ­σε­ων, με­τα­τί­θε­ται τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τν ἀν­θρώ­πων καί στα­θε­ρό­τη­τα καί τά­ξη με­τα­τρέ­πε­ται σέ μιά ξέ­φρε­νη πα­ρα­γω­γή προ­ϊ­όν­των πού στό­χο ἔ­χουν φαι­νο­με­νι­κά μέν τήν ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση το ἀν­θρώ­που οὐ­σι­α­στι­κά δέ τήν ἐ­ξόν­τω­σή του.

Ἐκ­κλη­σί­α ὑ­πεν­θυ­μί­ζου­σα τήν ἀ­λη­θι­νή ἀ­πο­στο­λή το λα­οῦ το Θε­οῦ κα­ταγ­γέ­λει τήν προ­δο­σί­α αὐ­τή καί ἐμ­μέ­νει νά δι­α­τη­ρῆ στά ἔρ­γα καί στά λό­για της ζων­τα­νό καί ἐ­νερ­γη­τι­κό τό κρι­τή­ριο ἐ­κεῖ­νο μέ τό ὁ­ποῖ­ο προ­βάλ­λε­ται τό ἀ­λη­θι­νά ὡ­ραῖ­ο καί ἁρ­μο­νι­κά συ­σχε­τι­σμέ­νο μέ τήν σύμ­πα­σα κτί­ση. « γάρ Χρι­στός σαρ­κί γεν­νᾶ­ται ἀ­να­και­νί­ζων τήν κτί­σιν, φθα­ρεῖ­σα πο­νη­ραῖς πα­ρα­βά­σε­σι» (Ὑ­μνο­λο­γί­α Χρι­στου­γέν­νων).

Εἰ­δι­κώ­τε­ρα ἡ ἀ­πο­στο­λή αὐ­τή ἐκ­δη­λώ­νε­ται πιό ἄ­με­σα καί πιό στε­νά στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν μο­να­χῶν καί τῶν Μο­να­στη­ρι­ῶν. Ὁ μο­να­χός ἀ­να­χω­ρεῖ ἀ­πό τόν κό­σμο καί κα­τα­φεύ­γει στήν φύ­ση. Τό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον γί­νε­ται τό σπί­τι του. Τά Μο­να­στή­ρια κτί­ζον­ται στίς πιό ὡ­ραῖ­ες, τίς πιό παρ­θέ­νες καί τίς πιό ἀ­πο­μο­νω­μέ­νες το­πο­θε­σί­ες μέ το­πι­κά ὑ­λι­κά (πέ­τρα, ξῦ­λο, κ.λ.π.), ἐ­νῶ ἡ στε­νή σχέ­ση πού ἀ­να­πτύσ­σει μέ τήν φύ­ση ὁ μο­να­χός τοῦ δί­νει τήν δυ­να­τό­τη­τα νά ἐν­τάσ­σει ἁρ­μο­νι­κά τά μο­να­στη­ρια­κά κτί­σμα­τα στό πε­ρι­βάλ­λον. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου, ἡ ὁ­ποί­α κτι­σμέ­νη πρίν 500 πε­ρί­που χρό­νια ἀ­πό τόν ἱ­δρυ­τή της Ἅ­γιο Δι­ο­νύ­σιο τόν ἐν Ὀ­λύμ­πῳ, σέ το­πο­θε­σί­α μο­να­δι­κῆς ὀ­μορ­φιᾶς στό φα­ράγ­γι τοῦ Ἐ­νι­πέ­α, μέ το­πι­κά ὑ­λι­κά, πέ­τρα καί ξῦ­λο, εἶ­ναι ἕ­να ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κό μνη­μεῖ­ο ἁρ­μο­νι­κά καί ἰ­δα­νι­κά ἐν­τε­ταγ­μέ­νο στό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον καί ταυ­τί­ζε­ται ἀ­πό­λυ­τα μ’ αὐ­τό ἀ­πο­τε­λών­τας ἀ­να­πό­σπα­στο μέ­ρος του. Σάν νά φυ­τρώ­νη ἕ­να δέν­δρο. Σάν νά δι­α­μορ­φώ­νε­ται μιά ἡ­φε­στι­ο­γεν­νής σχη­μα­τι­κή ποι­κι­λί­α.

Ὁ ἀ­σκη­τι­κός τρό­πος ζω­ῆς, πού κα­τά δύ­να­μιν ζεῖ ὁ κά­θε μο­να­χός, τοῦ δί­νει τήν δυ­να­τό­τη­τα νά ἀ­πο­δε­σμεύ­σει καί νά ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σει τόν ἑ­αυ­τό του ἀ­πό τίς πε­ριτ­τές ἀ­παι­τή­σεις, τίς πα­ρά­λο­γες ἐ­πι­θυ­μί­ες καί τά πά­θη γε­νι­κό­τε­ρα, καί νά χρη­σι­μο­ποι­εῖ τήν κτί­ση καί τά ἀ­γα­θά πού αὐ­τή προ­σφέ­ρει, γιά τήν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση, μό­νο τῶν πραγ­μα­τι­κῶν ἀ­ναγ­κῶν του. Ὁ τρό­πος αὐ­τός τῆς ζω­ῆς ἀ­πα­λάσ­σει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τό «ἴ­διο ἐ­γω­ϊ­στι­κό του θέ­λη­μα», στό ὁ­ποῖ­ο ἐγ­κλω­βι­σμέ­νος ὁ ἄν­θρω­πος πα­ρα­μέ­νει «κύ­κλος κλει­στός» καί ἔ­χει τήν τά­ση νά κυ­ρια­ρχεῖ στήν κτί­ση καί νά τήν χρη­σι­μο­ποι­εῖ ἰ­δι­ο­τε­λῶς γιά τήν δι­κή του ἱ­κα­νο­ποί­η­ση. Διά τῆς «ἐν ἀ­πο­λύ­τῳ ἐ­λευ­θε­ρί­ᾳ» τε­λου­μέ­νης μο­να­χι­κῆς ὑ­πα­κο­ῆς, θραύ­ε­ται τό κέ­λυ­φος τῆς ἀ­το­μι­κό­τη­τος τοῦ ἀν­θρώ­που, πλα­τύ­νε­ται τό εἶ­ναι του καί δι­ευ­ρύ­νε­ται ἡ ὑ­πό­στα­σή του, ὥ­στε νά χω­ρά­ει τή ζω­ή ὅ­λου τοῦ κό­σμου. Στή φυ­σι­κή της ὡ­ραι­ό­τη­τα καί τήν ἔν­θε­η ἀ­να­γέν­νη­σή της. Δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἔ­τσι ἕ­να ἦ­θος ὡς προ­ϊ­όν ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί ὄ­χι ὡς προ­ϊ­όν πει­θαρ­χί­ας καί ὑ­πο­τα­γῆς σέ ἀ­νώ­τε­ρη ἀν­θρώ­πι­νη θέ­λη­ση καί γιά ἀν­θρώ­πι­να ὀ­φέ­λη. Ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται μιά πη­γή εὐ­λο­γί­ας γιά ὅ­λη τήν κτί­ση.

Στήν Βυ­ζαν­τι­νή τέ­χνη ἦ­χος ἑ­νός τρο­πα­ρί­ου, ο πέ­τρες ἑ­νός Να­οῦ καί ο ψη­φί­δες ἑ­νός μω­σα­ϊ­κοῦ εἶ­ναι ὕ­λη πού ἔ­χει ἀ­πο­κτή­σει ἔκ­φρα­ση καί φω­νή.

Τά σπί­τια σ᾿ ἕ­να χω­ριό ἔ­χουν δι­α­προ­σω­πι­κή κοι­νω­νί­α με­τα­ξύ τους καί μέ τό Να­ό, πού εἶ­ναι συ­νή­θως στό κέν­τρο το χω­ριοῦ. Στρέ­φον­ται ὅ­λα πρός τό Να­ό σάν νά δο­ξο­λο­γοῦν τόν Θε­ό.

Ἀν­τί­θε­τα τά σύγ­χρο­να κα­τα­σκευ­ά­σμα­τα χά­νουν αὐ­τό τό πρό­σω­πο καί τό ἕ­να εἶ­ναι γυ­ρι­σμέ­νο μέ τήν πλά­τη στό ἄλ­λο. ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι σή­με­ρα τά αἰ­σθή­μα­τα το ἐ­νός γιά τόν ἄλ­λον. Δέν ἔ­χουν μό­νο μιά δύ­σμορ­φη ἐ­πι­φα­νεια­κή κα­τα­σκευ­ή, ἀλ­λά ἀ­πο­πνέ­ουν μιά νε­κρι­κή καί ψυ­χρή πα­ρου­σί­α μέ­σα στήν ὁ­ποί­α κα­λεῖ­ται νά ἀ­να­πτυ­χθῆ καί δι­α­μορ­φω­θῆ ἄν­θρω­πος.

Θά ἄ­ξι­ζε νά σπου­δά­ση κα­νείς ἔ­στω καί μό­νο τήν ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή ἑ­νός Βυ­ζαν­τι­νοῦ κτί­σμα­τος τήν τέ­χνη τς τοι­χο­ποι­ῒ­ας καί τν ἁρ­μῶν τν λί­θων γιά νά ψη­λα­φί­ση τή φυ­σι­κή σχέ­ση το ἀν­θρώ­που μέ τήν ὕ­λη καί νά θαυ­μά­ση ἐ­κεῖ τό ἦ­θος ἐ­κεί­νου το πο­λι­τι­σμοῦ. Δέν βιά­ζει τήν ὕ­λη ὁ Βυ­ζαν­τι­νός, σε­βό­με­νος καί σπου­δά­ζον­τας τό λό­γο το ὑ­λι­κοῦ. Δέν θέ­λει νά τήν πει­θαρ­χή­ση στή σκο­πι­μό­τη­τα το δι­κοῦ του μυα­λοῦ. Ἀ­σκεῖ­ται σέ πα­ραί­τη­ση καί ἀ­πάρ­νη­ση τς ἐ­γω­κεν­τρι­κῆς μα­ται­ο­δο­ξί­ας καί ἀ­γω­νί­ζε­ται νά ἀ­να­δεί­ξη τίς δυ­να­τό­τη­τες το ὑ­λι­κοῦ καί νά τό θέ­ση σέ δι­ά­λο­γο μέ τόν τε­χνί­τη, πού καμ­μιά σύγ­χρο­νη τε­χνι­κή δέν μπο­ρεῖ νά τό ἐ­πα­να­λά­βη. Τά ἔρ­γα αὐ­τῆς τς τέ­χνης ν καί κα­τα­σκευ­ά­σθη­καν ἀ­πό τά ἀν­θρώ­πι­να χέ­ρια καί μέ τά ὑ­λι­κά τς γς εἶ­ναι ἔρ­γα θε­ό­τευ­κτα καί θε­όδ­μη­τα, ἐ­πει­δή ἡ κα­τα­σκευ­ή τους δέν εἶ­ναι ἐ­πί­νοι­α τν ἀν­θρώ­πων ἀλ­λά ἔρ­γο το Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Αἰ­ώ­νιο πα­ρά­δειγ­μα εἶ­ναι Ἁ­γί­α Σο­φί­α στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη.

Προ­σκυ­νεῖ τόν Δη­μι­ουρ­γό καί σέ­βε­ται τήν ὕ­λη κα­τά τήν δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ «Προ­σκυ­νῶ τόν τῆς ὕ­λης δη­μι­ουρ­γόν, δι’ ἐ­μέ γε­νό­με­νον, καί ἐν ὕ­λῃ τήν κα­τοί­κη­σιν θέ­με­νον καί δι’ ὕ­λης, τήν σω­τη­ρί­αν μου ἐρ­γα­σά­με­νον. Σέ­βω οὖν τήν ὕ­λην ... δι’ ἧς ἡ σω­τη­ρί­α μου γέ­γο­νε. Σέ­βω δέ, οὐχ ὡς Θε­όν, ἀλ­λ’ ὡς θεί­ας ἐ­νερ­γεί­ας καί χά­ρι­τος ἔμ­πλε­ων»[1].

Εἶ­ναι ἀ­ξι­έ­παι­νη ἡ προ­σπά­θεια με­ρι­κῶν ἐ­ρευ­νη­τῶν τς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς γιά τήν δι­α­τή­ρη­ση το πε­ρι­βάλ­λον­τος στά φυ­σι­κά δε­δο­μέ­να. Προ­σπα­θοῦν νά ἀν­τι­λη­φθοῦν καί στό μέ­τρο πού δι­α­θέ­τουν τά μέ­σα νά ἐρ­γα­σθοῦν γιά τόν ἀ­πεγ­κλω­βι­σμό τν ἀν­θρώ­πων ἀ­πό τά βα­σα­νι­στι­κά κλου­βιά τς σύγ­χρο­νης κουλ­τού­ρας. Καμ­μιά φο­ρά ο δυ­σκο­λί­ες γί­νον­ται δά­σκα­λοι γιά τήν ἀ­νεύ­ρε­ση το φυ­σι­ο­λο­γι­κοῦ. Γί­νον­ται πρω­το­πό­ροι ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι αἰ­μα­τη­ρά νά πεί­σουν τόν σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο νά ἀ­πο­κτή­ση «ἐ­λε­ή­μο­να καρ­δί­α». Καί «ἐ­λε­ή­μων καρ­δί­α», ὅ­πως λέ­γει ἅ­γιος Ἰ­σα­άκ, «εἶ­ναι αὐ­τή πού καί­γε­ται γιά ὁ­λό­κλη­ρη τήν κτί­ση, γιά τούς ἀν­θρώ­πους, γιά τά ὄρ­νια, γιά τά ζῶ­α καί γιά ὅ­λα τά κτί­σμα­τα». Στήν ἀ­ξι­έ­παι­νη προ­σπά­θειά τους ὅ­μως ἐ­λά­χι­στα ἐ­πι­τυγ­χά­νουν. Για­τί τούς λεί­πει τό «ν» καί συγ­χρό­νως τό πν στή ζω­ή τους. Καί ὅ­ποι­ος εἶ­ναι τυ­φλός πρός τό «ν» κα­τά τόν ἅ­γιο Συ­με­ών, «τυ­φλός πρός πάν­τα ἐ­στιν». Καί « βλέ­πων ν τ ἑ­νί, ν θε­ω­ρί­ᾳ τν πάν­των ἐ­στί». Μ᾿ αὐ­τή τε­λι­κά τήν προ­ϋ­πό­θε­ση ἄν­θρω­πος παύ­ει νά βλέ­πη μέ ἀ­δι­α­φο­ρί­α τό πε­ρι­βάλ­λον του. Κα­ταρ­γεῖ τίς δι­α­θέ­σεις πα­ρα­χρή­σε­ώς του. Τό βλέ­πει μέ ἀ­πέ­ραν­το σε­βα­σμό, ἀ­φοῦ πι­στεύ­ει ὅ­τι εἶ­ναι ἔρ­γο το Θε­οῦ, αἰ­σθά­νε­ται ἔν­το­νη εὐ­θύ­νη καί ἀ­γά­πη γιά αὐ­τό, ὥ­στε νά μή μπο­ρῆ νά ἀ­νε­χθῆ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε κα­τα­στρο­φή, χω­ρίς νά πλη­γώ­νε­ται βα­θειά. ν σύγ­χρο­νη τε­χνο­λο­γί­α δέν ἀ­γνο­ή­σει τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αὐ­τή θά δι­ευ­ρυν­θῆ οὐ­σι­α­στι­κά ὀ­ρί­ζον­τας το πο­λι­τι­σμοῦ μας, ἐ­νῶ ο τε­χνο­λο­γι­κές καί οἰ­κο­νο­μι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες θά βρον ὑ­ψη­λό­τε­ρους στό­χους, χω­ρίς ἐν­δο­γε­νῆ ἀ­δι­έ­ξο­δα.

Ὁ Ἅ­γιος Δι­ο­νύ­σιος, ὡς γνή­σιος φο­ρέ­ας τοῦ ἀ­σκη­τι­κοῦ αὐ­τοῦ ἤ­θους καί πνεύ­μα­τος ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς καί πρό­τυ­πο μο­να­χοῦ καί δεί­χνει ποι­ά πρέ­πει νά εἶ­ναι ἡ σχέ­ση ἀν­θρώ­που καί φύ­σε­ως. Ἐ­ξαι­ρε­τι­κός ἀ­σκη­τής ἔ­ζη­σε κυ­ρί­ως μέ­σα σέ σπη­λι­ές, στά δά­ση καί τίς κο­ρυ­φές τοῦ Ὀ­λύμ­που, σέ συ­νε­χῆ κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό καί ἁρ­μο­νι­κή συμ­βί­ω­ση μέ τήν φύ­ση καί τά ἄ­γρια ζῶ­α. Ἐ­πλα­τύν­θη τό εἶ­ναι του, δι­ευ­ρύν­θη­κε ἡ ὑ­πό­στα­σή του, καί χώ­ρε­σε τήν ζω­ή ὅ­λου τοῦ κό­σμου. Ἡ πα­ρου­σί­α του καί τά θαύ­μα­τά του ἦ­ταν καί εἶ­ναι μιά συ­νε­χής εὐ­λο­γί­α γιά τό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον.

Μ’ αὐ­τό τό ἦ­θος καί πνεῦ­μα πού κλη­ρο­δό­τη­σε καί πα­ρέ­δω­σε ὁ Ἁ­γιος Δι­ο­νύ­σιος, ζοῦν, κα­τά τό μέ­τρο τῶν δυ­νά­με­ών τους, γιά αἰ­ῶ­νες γε­νε­ές μο­να­χῶν, μέ­χρι σή­με­ρα, μέ­σα στόν ση­με­ρι­νό Ἐ­θνι­κό Δρυ­μό Ὀ­λύμ­που, οἱ ὁ­ποῖ­οι συν­δι­ά­ζον­τας τόν ρε­α­λι­σμό μέ τήν ἀ­γά­πη καί τόν σε­βα­σμό γιά τό πε­ρι­βάλ­λον, κα­τορ­θώ­νουν καί τίς ἀ­νάγ­κες δι­α­βι­ώ­σε­ώς τους νά κα­λύ­ψουν ἀ­να­πτύσ­σον­τας δρα­στη­ρι­ό­τη­τες φι­λι­κές πρός τό πε­ρι­βάλ­λον, ἀλ­λά καί νά δι­α­φυ­λά­ξουν τήν ὡ­ραι­ό­τη­τα καί μο­να­δι­κό­τη­τα τοῦ Ὀ­λύμ­που γιά τήν ὁ­ποί­α σή­με­ρα ὅ­λοι καυ­χό­μα­στε. Πα­ρά­δειγ­μα οἱ ση­με­ρι­νές δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τῆς Μο­νῆς ὅ­πως οἰ­κο­λο­γι­κές καλ­λι­έρ­γει­ες, ἐ­κτρο­φή ζώ­ων (ἀ­γρι­ό­χοι­ρων, που­λε­ρι­κῶν κ.λ.π.) μέ ἐ­κτα­τι­κό τρό­πο, ἡ πα­ρα­γω­γή πα­ρα­δο­σια­κῶν προ­ϊ­όν­των, ἡ ἀ­να­κύ­κλω­ση ὅ­που εἶ­ναι δυ­να­τόν τῶν ἀ­πο­βλή­των καί ἀ­πορ­ρι­μά­των, ἡ λε­λο­γι­σμέ­νη δι­α­χεί­ρη­ση τοῦ δά­σους, ἡ χρῆ­σις το­πι­κῶν ὑ­λι­κῶν στίς κα­τα­σκευ­ές κ.λ.π.

Τό ἀ­σκη­τι­κό αὐ­τό ἦ­θος εἶ­ναι ἴ­σως ὅ,τι ση­μαν­τι­κώ­τε­ρο ἔ­χει νά προ­σφέ­ρει ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος μο­να­χι­σμός στόν σύγ­χρο­νο κό­σμο τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πό πα­ρα­δο­σια­κές ἀ­ξί­ες καί ἀρ­χές καί ἡ ἐ­πι­κρά­τη­ση ἑ­νός λο­γι­κο­κρα­τού­με­νου πο­λι­τι­σμοῦ, ἐ­κτός τῶν ἄλ­λων εἶ­χαν σάν συ­νέ­πεια καί τήν δη­μι­ουρ­γί­α τῆς «οἰ­κο­λο­γι­κῆς κρί­σε­ως». Μιᾶς κρί­σε­ως ἡ ὁ­ποί­α δέν ἔ­χει νά κά­νει ἁ­πλά μέ τήν ποι­ό­τη­τα τῆς ζω­ῆς μας, ἀλ­λά θά μπο­ροῦ­σε νά πεῖ κα­νείς ὅ­τι ἀ­φο­ρᾶ αὐ­τή τήν ἴ­δια τήν ὑ­πό­στα­σή μας. Μιᾶς κρί­σε­ως πού δέν μπο­ρεῖ νά ἀν­τι­με­τω­πι­σθεῖ οὔ­τε μέ τίς ἠ­θι­κές συμ­βου­λές οὔ­τε μέ τήν λο­γι­κή. Δι­ό­τι «. . . ἡ ἠ­θι­κή, εἴ­τε ἐ­πι­βαλ­λό­με­νη εἴ­τε ἐ­λεύ­θε­ρη, προ­ϋ­πο­θέ­τει ἄλ­λα, πο­λύ πιό βα­θιά ὑ­παρ­ξια­κά κί­νη­τρα, γιά νά λει­τουρ­γή­σει. Οἱ ἄν­θρω­ποι δέν ἐγ­κα­τα­λεί­πουν εὔ­κο­λα τό βι­ο­τι­κό τους ἐ­πί­πε­δο, για­τί αὐ­τό εἶ­ναι «λο­γι­κό» ἤ «ἠ­θι­κό» ... Ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα δέν συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται πάν­τα λο­γι­κά, καί δέν μπο­ρεῖ κα­νείς νά τήν κά­νει οὔ­τε μέ τή βί­α οὔ­τε μέ τήν πει­θώ, νά φερ­θεῖ ἔ­τσι. Ὑ­πάρ­χουν ἄλ­λες δυ­νά­μεις, πέ­ρα ἀ­πό τήν ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή, πού ἀ­πο­φα­σί­ζουν τήν κα­τεύ­θυν­ση, πρός τήν ὁ­ποί­α θά κι­νη­θεῖ ἡ τύ­χη τοῦ κό­σμου»[2] ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἅ­γιος Περ­γά­μου. Δέν χρει­ά­ζε­ται ἑ­πο­μέ­νως τό­σο ἕ­νας προ­γραμ­μα­τι­σμός, μιά νο­μο­θε­σί­α καί μιά ἠ­θι­κή ἀλ­λά μιά βα­θύ­τε­ρη στά­ση ζω­ῆς καί μιά νο­ο­τρο­πί­α, ἕ­νας πο­λι­τι­σμός καί ἕ­να ἦ­θος, τό ἦ­θος πού καλ­λι­ερ­γεῖ­ται στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Πα­ρά­δο­σή μας.

Αὐ­τό τό ἦ­θος καί τόν πο­λι­τι­σμό, προ­βά­λει ἐ­δῶ καί 500 χρό­νια, ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου, στό πρό­σω­πο τοῦ ἱ­δρυ­τοῦ της Ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου ἀλ­λά καί στά πρό­σω­πα τῶν μο­να­χῶν της κα­τά τό μέ­τρο πού βι­ώ­νουν τήν Ὀρ­θό­δο­ξη μο­να­χι­κή Πα­ρά­δο­ση ὅ­πως τήν κλη­ρο­νό­μη­σαν ἀ­πό τόν Ἅ­γιό τους. Τό ἦ­θος αὐ­τό συ­νε­τέ­λε­σε στήν δη­μι­ουρ­γι­κή καί ἁρ­μο­νι­κή συ­νύ­παρ­ξη ἀν­θρώ­που καί πε­ρι­βάλ­λον­τος στόν χῶ­ρο τοῦ Ἐ­θνι­κοῦ Δρυ­μοῦ Ὀ­λυμ­που. Ἡ δι­α­τή­ρη­ση αὐ­τή τῆς ἰ­σορ­ρο­πί­ας ἐ­κτός ἀ­πό τήν ση­μα­σί­α πού ἐ­χει σέ το­πι­κό ἐ­πί­πε­δο νο­μί­ζου­με ὅ­τι μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τε­λέ­σει καί μί­α ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι ἡ πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἔ­χει τρό­πους καί μπο­ρεῖ νά βο­η­θή­σει στήν ἁρ­μο­νι­κή συ­νύ­παρ­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον καί στό ξε­πέ­ρα­σμα τοῦ οἰ­κο­λο­γι­κοῦ ἀ­δι­ε­ξό­δου τῆς ἐ­πο­χῆς μας.

Εἴ­θε νά ἀ­πο­λαύ­σου­με κά­πο­τε αὐ­τόν τόν κό­σμο τν ὀ­νεί­ρων μας πού δέν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στά στε­νά ὅ­ρια τς ζω­ῆς αὐ­τῆς ἀλ­λά ὁ­δη­γεῖ στόν ὕ­ψι­στο σκο­πό, μέ­σα στό ἄ­πει­ρο.



[1] Ἁγ. Ἰωαν. Δαμασκηνοῦ, Περί Εἰκόνων 1, PG 94, 1300 AB.

[2] Μητροπολίτου Περγάμου, Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἡ κτίση ὡς Εὐχαριστία, ἐκδ. Ἀκρίτας, 1992, σελ. 42, 121, 123.