Σελίδα 2 από 6 Ὅταν
κατέπαυσαν οἱ διωγμοί, τό μαρτύριο τοῦ αἵματος τό διεδέχθη τό λεγόμενο
μαρτύριο τῆς
συνειδήσεως. Τόν τέταρτο αἰῶνα,
ὅταν
πλέον δημιουργήθηκαν συνθῆκες
ἐλεύθερης
λατρείας τῶν
Χριστιανῶν,
παρατηρεῖται
ὁμαδική
ἔξοδος
μοναστικῶν
κοινοτήτων στήν ἔρημο.
Ψυχές, φλεγόμενες ἀπό
σφοδρή ἀγάπη
γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐστρέφοντο ἀποκλειστικά πρός τήν ἀσκητική ζωή. Τό γεγονός αὐτό ἔχει ἕνα
εἰδικό
ἱστορικό
βάρος. Δέν ἦταν
ὅπως
λένε πολλοί ἁπλῶς μιά μόνωση γιά προσωπική τελείωση,
οὔτε
ἀσφαλῶς ἕνα ἀνώτερο
πεδίο τελειότητος προορι-σμένο γιά λίγους ἀνθρώπους. Ἦταν μιά προσπάθεια νά διατη-ρηθῆ τό
ἰδεῶδες φρόνημα τῶν Χριστιανῶν τῶν τριῶν
πρώτων αἰώνων,
δημιουργῶντας
μιά ἀληθινή
χριστιανική κοινωνία ἔξω
ἀπό
τίς συμβατικότητες καί τά δεσμά πού δημιούργησε ὁ ἐναγκαλισμός τῆς κοσμικῆς Ἐξουσίας μέ τήν Ἐκκλησία. Τό ἰδε-ῶδες
τοῦ μοναχισμοῦ ἦταν ἡ ὑπενθύμιση καί ἐκπλήρωση τοῦ κοινοῦ χρέους
ὅλων
τῶν
μελῶν τῆς Ἐκκλησίας,
ὅπως
αὐτό
προσδιορίζεται ἀπό
τίς ὑποσχέσεις
πού δίνονται ἀπό
τό βάπτισμα. Στούς πιστούς αὐτό
τό χρέος ἀτονοῦσε μέσα στό κλίμα τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί
τῆς
ἐπισημοποιήσεως
τοῦ Χριστιανισμοῦ, πού
ἀκολούθησε
τό τέλος τῶν
διωγμῶν.
Καθώς λέγει ἕνας
μελετητής τῶν
ἀρχῶν τοῦ μοναχισμοῦ "τό
παράδοξο δέν ἦταν
ἡ μοναστική ζωή πού ἦταν κάτι καινούργιο στά τέλη τοῦ τρίτου
καί ἀρχές
τοῦ τετάρτου αἰῶνα, ἀλλά μᾶλλον
ἡ ἐκκοσμικευμένη ζωή πού ζοῦσε τό πλῆθος τῶν Χριστιανῶν στά χρόνια πού σταμάτησαν οἱ διωγμοί.
Οἱ μοναχοί στήν πραγματικότητα
δέν ἔκαναν
τίποτε ἄλλο,
παρά νά διατηροῦν
ἀμείωτο
τό ἐνδιαφέρον,
μέσα στίς μεταβληθεῖσες
συνθῆκες,
γιά τό ἰδεῶδες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. ὅπως στήν εἰδωλολατρική αὐτοκρατορία ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἕνα εἶδος
ἀντιστασιακῆς κινήσεως, ὁ μοναχισμός
ἦταν
δι-αρκής ἀντιστασιακή
κίνηση μέσα στήν χριστιανική κοινωνία". Ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος σέ κάποιο
λόγο του εὐχόταν
νά μή χρειαζόταν ἡ ὕπαρξη τοῦ μοναχισμοῦ ἄν μεταμορφωνόταν ὁλόκληρη ἡ κοινωνική
ζωή σύμφωνα μέ τίς ἀρχές
τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ φλόγα τῆς σφοδρῆς ἀγάπης
πού ἔκανε
τούς μάρτυρες νά θυσιάζωνται γιά τόν Χριστό, συνέχισε στίς καρδιές τῶν μοναχῶν οἱ ὁποῖοι
ἐβάδιζαν
"τῇ τοῦ Πρωτομάρτυρος
Χριστοῦ στρατείᾳ", "θανατούμενοι ὅλην τήν ἡμέραν καί λογιζόμενοι ὡς πρόβατα σφαγῆς" καί ἀντιμετωπίζοντες ὄχι πλεόν τά ὄργανα τοῦ διαβόλου
ἀλλά
αὐτόν
τόν ἴδιο. Ὁ ἀββᾶς
Ἰσαάκ
λέγει: "ὅ,τι οἱ μάρτυρες
ἔπραττον
κατά τήν νύκτα ἐκείνη
πού ἐπληροφοροῦντο ὅτι θά μαρτυρήσουν, δηλαδή νηστεία ἀφ΄ ἑσπέρας, ἀγρυπνία,
δοξολογία Θεοῦ καί ἐν ἀγαλλιάσει προσδοκῶντας τήν μεγάλη ὥρα τῆς
συναντήσεως μετά τοῦ νυφίου Χριστοῦ, ὡς οἱ πέντε
φρόνιμες παρθένες, αὐτό
καί οἱ μοναχοί "οἱ τήν
ἀόρατον
μαρτυρίαν κληθέντες" κάθε μέρα καί νύχτα ἐπιτελοῦσαν,
περιμένοντες τήν μεγάλη ἡμέρα
τῆς
ἐξόδου
τους". |