Σελίδα 2 από 5 Ἡ τριπλῆ
αὐτή συνεργασία, κατά τήν ὁποία συμπλέκονται ὁ θεῖος καί ὁ ἀνθρώπινος παράγων στό θεοσύστατο αὐτό
Μυστήριο, εἶναι βέβαια ὑψηλῆς στάθμης γεγονός, ἀλλά συγχρόνως τυγχάνει καί λίαν
εὐπρόσβλητη στά μηχανήματα καί τήν μανία τοῦ ἀρχεκάκου ἐχθροῦ. Ὁ Διάβολος, ὅπως
κατώρθωσε νά διεισδύση μέσα στόν Παράδεισο γιά νά προσβάλη τήν διαπροσωπική
σχέσι τῶν πρώτων ἀνθρώπων μέ τόν γνωστό πειρασμό· ὅπως ἐν συνεχείᾳ δέν παύει νά
πειράζη τόν ἄνθρωπο καί νά τοῦ στήνη παγῖδες θανάτου, ἀκόμη καί στίς πιό ἱερές
στιγμές τῆς ζωῆς του, ἔτσι καί ἐδῶ διολισθαίνει πολλες φορές ὕπουλα σάν τό
φῖδι, γιά νά σταθῆ ἀνάμεσα στά δύο διαλεγόμενα πρόσωπα (ἐξομολ. καί
ἐξομολογούμ.) νά πειράξη καί νά προκαλέση, πότε τόν ἕνα καί πότε τόν ἄλλο, ἤ
καί τούς δυό μαζί, μέ σκοπό νά βλάψη τίς ψυχές καί νά ματαιώση τό ἔργο τῆς
σωτηρίας τους. Γνωρίζει ὁ παγκάκιστος, ὁ ἐφευρέτης τῶν κακῶν, τήν σωστική
δύναμι τοῦ Μυστηρίου. Γνωρίζει ὅτι διά
τῆς μετανοίας καταστρέφονται τά σχέδιά του, ὅτι ὁ ἱερεύς κατέχει συντριπτική
δύναμι στά χέρια του γιά τήν ἀνόρθωσι τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτό καί «ὡς λέων
ὀρυώμενος» περιπατεῖ στόν χῶρο τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας καί ζητεῖ ποιόν
ἀπό τούς δύο «νά καταπίη» (Α’ Πέτρ. 5,8). Καί εἶναι
ἀλήθεια ὅτι στήν ἐκστρατεία του αὐτή εἶναι πολυμήχανος καί τά βέλη του εἶναι
ποικῖλα καί πεπυρωμένα. Δέν ἀγνοεῖ βέβαια τήν παρουσία τοῦ τρίτου προσώπου,
τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τό θράσος του εἶναι τόσο καί τέτοιο, ὥστε νά ἀποτολμᾶ καί ἐδῶ τόν πειρασμό. Καί
ὅταν βρῆ τό κατάλληλο ἔδαφος, ὅταν δηλ. βρῆ ἐξομολόγο ἀκάλυπτο ἀπό τήν χάρι τοῦ
Θεοῦ· ὅταν βρῆ ἐξομολογούμενο ἐπιπόλαιο καί ἀνειλικρινῆ, τότε ἡ ἐπιθετικότης
του ἰσχυροποιεῖται. Θά ἐκμεταλλευθῆ ἀσφαλῶς τήν ἀπροετοιμασία καί τῶν δύο. Τήν
ἔλλειψι τῆς βαθειᾶς συναισθήσεως τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Τά πάθη καί τίς
ἀδυναμίες τους πρός τίς ὁποῖες δέν ἀγωνίζονται. Καί ἔτσι, χάρις σέ ὅλα αὐτά καί
ἄλλα ἴσως, θά βρῆ πολλές διόδους, γιά νά εἰσχωρήση καί νά ζημιώση. Ἔτσι
ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι τά τρία δρῶντα πρόσωπα τοῦ θείου Μυστηρίου, μπορεῖ νά
ἀποβοῦν τέσσερα, ἐάν δέν λαμβάνονται τά κατάλληλα μέτρα, πρός ἀποφυγήν τῆς
ἐπηρείας τοῦ Διαβόλου, καί γιά τά ὁποῖα θά κάνουμε λόγο πρός τό τέλος. Τώρα εἶναι
ἀνάγκη νά μᾶς ἐπιτραπῆ νά ποῦμε ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ πειρασμοί, ἀπό τούς
ὁποίους, μπορεῖ νά κινδυνεύση, ἄν δέν προσέξη, ἕνας πνευματικός, κατά τήν
ἐνάσκησι τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ λειτουργήματος. Ἄλλο θέμα μπορεῖ νά ἀποτελέσουν οἱ
πειρασμοί τοῦ ἐξομολογουμένου. 1) Ὡς
πρῶτον θεωροῦμε τόν πειρασμό τῆς ὑπερηφανείας καί τῆς κενοδοξίας. Ὁ Ἱερός
Χρυσόστομος λέγει ὅτι πρῶτος ἀπό ὅλους
τούς κινδύνους ἐμφανίζεται ὁ σκόπελος τῆς κενοδοξίας, ὁ περισσότερον
ἐπικίνδυνος ἀπό τήν νῆσον τῶν Σειρήνων, πού ἀναφέρουν οἱ παλαιοί ποιηταί. Τό
γεγονός ὅτι στόν πνευματικό πατέρα ὁ κάθε χριστιανός μέ συγκινητική
ἐμπιστοσύνη ἔρχεται νά ἀποκαλύψη τά κρυπτά τῆς καρδίας αὐτοῦ, τά ὁποῖα ἴσως
οὔτε εἰς τό πιό ἔμπιστό του πρόσωπο δέν θά ἤθελε νά φανερώση, πράγμα πού
ἀποδεικνύει ὅτι τόν θεωρεῖ σπουδαῖο καί ἀνώτερο πρόσωπο, εἶναι δυνατόν νά
δημιουργήση στόν πνευματικό ἕνα αἴσθημα ὑπερηφανείας καί ὑπεροχῆς. Ἡ
αἴσθησις ὅτι εἶναι αὐτή τήν ὥρα ὁ
κριτής, ἤ τό μόνο πρόσωπο, διά τοῦ ὁποίου διοχετεύεται ἡ χάρις καί ἡ ἄφεσις, ἡ
θέσις τοῦ διδασκάλου καί καθοδηγητοῦ τῶν ψυχῶν, ἕνεκα τῆς ὁποίας ἀποκτᾶ
πνευματικά τέκνα, πάσης τάξεως, ἡλικίας καί φύλου, τά ὁποῖα μέ κάθε τρόπο θά
προσπαθήσουν νά δείξουν τήν εὐλάβεια, τήν ἀγάπη καί τήν ἀφοσίωσι στό πρόσωπό
του, ἴσως γίνουν αἰτία, ἄν δέν προσέξη, νά τοῦ δημιουργήσουν τήν ἐντύπωσι ἤ καί
τήν πεποίθησι ὅτι εἶναι κάποιος σπουδαῖος ἤ κάποιος ἅγιος ἤ κάποιος
χαρισματοῦχος. Ἐάν δέ συμβῆ νά ἀποκτήση φήμη καλοῦ πνευματικοῦ καί πέραν τῶν
ὁρίων τῆς δράσεώς του, τότε ὁ κίνδυνος εἶναι μεγαλύτερος. Διότι τότε θά τόν
ἀνακηρύξουν Γέροντα καί Ἀββᾶ καί
Στάρετς καί ὁ λαός θά τρέχη κοντά του ἀπό παντοῦ. Τότε ὁ πειρασμός τῆς
ἐγωϊστικῆς αὐταρκείας παραμονεύει νά ἀφανίση τήν τυχόν ὑπάρχουσα ἀρετή του καί
νά ἀποδυναμώση τό ἔργο του. Διότι δέν θά τόν ἀφήνη νά ἐρωτᾶ τούς ἐμπειροτέρους
του, νά μελετᾶ καθοδηγητικά καί πνευματικά βιβλία, νά ὑποτάσσεται καί νά
ὑπακούη καί αὐτός σέ κάποιον προσωπικό του ἐξομολόγο, ἔχοντας τήν ψευδαίσθησι
τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Λαοδικείας -γιά νά θυμηθοῦμε τήν Ἀποκάλυψι- ὁ ὁποῖος ἔλεγε
«ἐν ἑαυτῷ ὅτι πλούσιος εἰμί καί πεπλούτηκα καί οὐδενός χρείαν ἔχω» καί ὁ
ὁποῖος ἄκουσε τόν Κύριον νά τοῦ λέγη: «οὐκ οἶδας ὅτι σύ εἶ ὁ ἐλεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός»
(Ἀποκ. 3, 17). Ἐάν ὁ πνευματικός δέν προσέρχεται στό ἐξομολογητικό του ἔργο μέ
τό αἴσθημα τῆς πνευματικῆς πτωχείας καί τῆς ἀνεπαρκείας του, γρήγορα ἴσως θά γίνη
βορά τοῦ θηρίου τῆς ἀλαζονείας. Καί τότε ἀντί νά ὑπηρετῆ τόν Κύριο καί τίς
ψυχές, θά δοξάζη τόν ἑαυτόν του καί θά προσφέρη θυμίαμα στό προσωπικό του
εἴδωλο. |