leftmodule
  • Greek
  • English

 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ
       ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ



ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΓΕΩΡΓΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (Ε.Γ.Τ.Π.Ε.-Π.)


δράση χρηματοδοτήθηκε πό τό πιχειρησιακό πρόγραμμα (Ε.Π.)  “Αγροτική νάπτυξη - νασυγκρότηση τς παίθρου 2000 - 2006 ξονας 7” και συγχρηματοδοτήθηκε πό τό Ερωπαϊκό Γεωργικό Ταμεο Προσανατολισμο και γγυήσεων – Τμμα Προσανατολισμο.

This action was financed by the operation project “Rural development Reconstruction of the country 2000 – 2006 Axis 7” and also financed by the European Agricultural Fund Department.




Ὁ Μοναχισμός κατά τόν Γέροντα Σωφρόνιο

Ἀρχιμ. Μαξίμου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.

 

Ὁ Γέ­ρον­τας Σω­φρό­νιος ἀ­πο­τε­λεῖ "πνευ­μα­τι­κό φαι­νό­με­νο" καί "ση­μεῖ­ο τοῦ Θε­οῦ" στήν ἀ­πο­στα­σι­ο­ποι­η­μέ­νη γεν­νιά μας. Μέ­σα ἀ­πό πε­ρι­πέ­τει­ες ἀ­να­ζη­τή­σε­ων καί προ­βλη­μα­τι­σμῶν κα­τόρ­θω­σε μέ τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ νά γνω­ρί­ση τό ὑ­περ­βα­τι­κό ἄ­ναρ­χο Εἶ­ναι, δη­λα­δή τόν προ­σω­πι­κό Θε­ό πού ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε στόν Μω­υ­σῆ καί "ἐ­π' ἐ­σχά­των τῶν ἡ­με­ρῶν τού­των ἐ­λά­λη­σεν ἐν τῷ Υἱ­ῷ Αὑ­τοῦ, διά Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ". Γε­μά­τος ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη στόν Θε­ό δέ­χθη­κε τή μο­να­χι­κή κλή­ση σάν μιά στα­θε­ρή ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου γιά ἀ­πο­κλει­στι­κή καί ἀ­τε­λεύ­τη­τη ἕ­νω­ση μα­ζί του.

Στό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ ὁ Γέ­ρον­τας Σω­φρό­νιος εὑ­ρῆ­κε τόν πνευ­μα­τι­κό "τό­πο" τοῦ ἀν­θρω­πί­νου προ­σώ­που, τήν "μοῖ­ρα" ἤ τό "μό­ριον" ἤ τή θέ­ση του, κα­τά τόν Ἅγ. Γρη­γό­ριο τόν θε­ο­λό­γο. Ἐ­κεῖ στό θε­αν­θρώ­πι­νο αὐ­τό πλή­ρω­μα ἐ­νέ­τα­ξε ἐν­συ­νεί­δη­τα τόν ἑ­αυ­τό του, ἀ­να­παύ­θη­κε πλή­ρως ἡ ἀ­νή­συ­χη δι­ά­νοι­ά του. Μα­θή­τευ­σε ἐμ­πει­ρι­κά καί ὄ­χι ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κά κον­τά στόν "γε­γυ­μνα­σμέ­νον" στά πνευ­μα­τι­κά γέ­ρον­τα Σι­λουα­νό καί πα­ρέ­λα­βε τά με­γά­λα χα­ρί­σμα­τα τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος πού ἐ­πί ἔ­τη κρα­τοῦ­σε ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ του καί "ἠ­σθά­νε­το ἑ­αυ­τόν πε­πυ­ρω­μέ­νον ἐκ τῆς ἐλ­λάμ­ψε­ως τοῦ νο­η­τοῦ ἡ­λί­ου ὡς τό σῶ­μα τό ἐ­κτι­θέ­με­νον εἰς τόν με­σημ­βρι­νόν ἥ­λιον", ὅ­πως τό πε­ρι­γρά­φει ὁ ἴ­διος.

Μέ τήν ἐ­νά­ρε­τη ζω­ή του, τήν προ­σευ­χή ὑ­πέρ ὅ­λου τοῦ κό­σμου καί τόν με­στό προ­φο­ρι­κό καί γρα­πτό λό­γο του ἔ­δω­σε ἀ­παν­τή­σεις σέ πολ­λά ἐ­ρω­τή­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων. Ὅ­ταν ἄ­νοι­γε συ­ζή­τη­ση μέ κά­ποι­ον ὑ­πέ­βα­λε τόν συ­νο­μι­λη­τή του μέ τόν πα­τε­ρι­κό, πα­ρα­κλη­τι­κό καί γλυ­κύ­τα­το λό­γο πού ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τά χεί­λη του, ἀ­πό­σταγ­μα πνευ­μα­τι­κῆς πεί­ρας. Κάλ­λι­στα μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θῆ καί ὀ­νο­μα­στῆ σύγ­χρο­νος πα­τήρ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, οἰ­κου­με­νι­κός δι­δά­σκα­λος καί ὁ­δη­γός ψυ­χῶν, πού πα­ρου­σιά­ζει τόν Θε­ό στούς ἀν­θρώ­πους "κα­θώς ἐ­στίν".

Ὁ Γέ­ρων Σω­φρό­νιος, μέ­σα στά πολ­λά πού προ­σέ­φε­ρε στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, δί­δα­ξε μέ σα­φή­νεια καί κα­θα­ρό­τη­τα τήν ὁ­δό τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου.

Ὁ μο­να­χι­κός βί­ος, ἀ­να­φέ­ρει, δέν εἶ­ναι ἀν­θρώ­πι­νο κα­τα­σκεύ­α­σμα, ἀλ­λά χά­ρι­σμα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

Ἡ αὐ­το­προ­σφο­ρά τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ στόν κό­σμο ἐν­σάρ­κως, ἡ ἀ­νά­λη­ψη τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν ἡ­μῶν καί ἡ ἐ­ξά­λει­ψή τους μέ τή δύ­να­μη τῆς αὐ­το­θυ­σί­ας τοῦ σταυ­ροῦ, τῆς ἀ­να­στά­σε­ως καί ἀ­να­λή­ψε­ως φα­νέ­ρω­σαν τήν τε­λει­ό­τη­τα τῆς θεί­ας ἀ­γά­πης. Ὁ Χρι­στός ἀ­πε­κά­λυ­ψε τά θεί­α ἰ­δι­ώ­μα­τα τοῦ πα­τρός καί συ­νέ­δε­σε τόν πε­πτω­κό­τα ἄν­θρω­πο με­τά τοῦ Θε­οῦ, ὁ­πό­τε ὄ­χι μό­νο ἐ­ξή­γη­ρε τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά τοῦ προ­σέ­φε­ρε τήν δυ­να­τό­τη­τα νά ἀ­κο­λου­θή­ση τήν ὁ­δό τοῦ κα­θ' ὁ­μοί­ω­σιν, ἤ­τοι τήν τε­λει­ό­τη­τα. Ὁ π. Σω­φρό­νιος ταυ­τί­ζει τήν ἐ­πι­θυ­μί­α γιά τήν ἐν Χρι­στῷ τε­λει­ό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τήν μεί­ζο­να ἀ­γά­πη τῆς θυ­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ.

Θαυ­μά­ζει τό ὑ­πό­δειγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ πού ὑ­πο­μέ­νει "ἀ­κραῖ­α πα­θή­μα­τα" γιά νά ἀ­παλ­λά­ξη τούς ἀν­θρώ­πους ἀ­πό τή φθο­ρά καί τόν θά­να­το καί νά τούς χα­ρί­ση τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Προσ­δι­ο­ρί­ζει ὡς "ἐ­σχά­τη τε­λει­ό­τη­τα" τήν τε­λει­ό­τη­τα τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ. Στό γνω­στό του πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἀ­νε­στρα­μέ­νης πυ­ρα­μί­δος, ὁ Χρι­στός ἐ­πι­κά­θη­ται στήν κο­ρυ­φή της, δη­λα­δή στό ἔ­σχα­το βά­θος τῆς τα­πει­νώ­σε­ως, ὅ­που βα­στά­ζει τό πλῆγ­μα τοῦ θα­νά­του πού ἔ­πλη­ξε τούς ἀν­θρώ­πους καί κα­ταρ­γεῖ τή δύ­να­μη τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί τοῦ δι­α­βό­λου. Ἡ τε­λει­ό­τη­τα αὐ­τή πη­γά­ζει ἀ­πό τόν Σταυ­ρό καί ἀ­πο­δει­κνύ­ει τό "πλά­τος, τό μῆ­κος, τό βά­θος καί τό ὕ­ψος" τῆς ἀ­γά­πης Του. Μέ μιά "αἰ­ώ­νια πρά­ξη" κα­τα­βά­σε­ως εἰς τά κα­τώ­τε­ρα μέ­ρη τῆς γῆς, ἀ­νέ­βα­σε "ὑ­πε­ρά­νω τῶν οὐ­ρα­νῶν" τόν ἄν­θρω­πο καί, μέ τή δύ­να­μη τῆς κυ­ρι­ό­τη­τος πού ἔ­λα­βε ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση τοῦ Μο­νο­γε­νοῦς Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ἀγ­κά­λια­σε τόν οὐ­ρα­νό καί τή γῆ καί τά κα­τα­χθό­νια.

Τά ού­ρά­νια χα­ρί­σμα­τα, πού προ­ῆλ­θαν ἀ­πό αὐ­τή τήν πρά­ξη τοῦ Χρι­στοῦ, γί­νον­ται ὁ­δη­γοί σέ αὐ­τούς πού θέ­λουν νά με­τά­σχουν μέ τα­πεί­νω­ση στή ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ καί νά ἀ­πο­κτή­σουν "τό μέ­τρο τῆς ἡ­λι­κί­ας τοῦ πλη­ρώ­μα­τός" Του, δη­λα­δή τήν τε­λει­ό­τη­τα.

Αὐ­τήν ὅ­μως δέν μπο­ροῦν νά τήν ἀ­πο­κτή­σουν ὅ­σοι δέν βα­δί­ζουν τήν ὁ­δό τῆς κε­νώ­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­πως λέ­ει ὁ Γέ­ρον­τας: "τό πλή­ρω­μα τῆς κε­νώ­σε­ως προ­η­γεῖ­ται τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς τε­λει­ό­τη­τος". "Αὐ­τοί πού μπο­ροῦν νά ἐρ­γα­σθοῦν τήν ὁ­δό τῆς τε­λει­ό­τη­τος δέν εἶ­ναι πα­ρά ἐ­κεῖ­νοι πού μπο­ροῦν νά βα­στά­ζουν τόν ὀ­νει­δι­σμόν τοῦ Σταυ­ροῦ καί πρέ­πει νά ἐ­ξέλ­θουν ἔ­ξω τῆς πα­ρεμ­βο­λῆς".

Ἐ­φ' ὅ­σον ὁ μο­να­χι­σμός δέν εἶ­ναι ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­πι­νό­η­ση ἀλ­λά "ἐ­φε­τι­κή" ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που νά συ­ναν­τή­ση τόν θυ­σι­α­στι­κά κε­νω­θέν­τα καί ἀ­γα­πῶν­τα Κύ­ριον Ἰ­η­σοῦν, ἐ­ξέρ­χε­ται ἔ­ξω τῆς πα­ρεμ­βο­λῆς τῶν "πο­νη­ρευ­ο­μέ­νων" καί ἀ­πο­τε­λεῖ, κα­τά τήν ρή­ση τοῦ Ὁ­σί­ου Θε­ο­δώ­ρου τοῦ στου­δί­του καί τήν ἐ­πα­νά­λη­ψη τοῦ π Σω­φρο­νί­ου, "τήν τρί­την χά­ριν". Αὐ­τός ὁ τρό­πος ζω­ῆς εἶ­ναι δώ­ρη­μα τοῦ Θε­οῦ στόν ἄν­θρω­πο, ἀγ­γε­λι­κός βί­ος καί ἀ­πό­κτη­ση πραγ­μά­των πού βρί­σκον­ται "πέ­ραν τῶν ὁ­ρί­ων" τῆς ζω­ῆς αὐ­τῆς.

Σύμ­φω­να μέ τήν ἐ­πι­σή­μαν­ση τοῦ Γέ­ρον­τος ὁ μο­να­χι­σμός "ἀ­πο­τε­λεῖ κα­τη­γο­ρι­κήν προ­στα­γήν τοῦ πνεύ­μα­τος τοῦ ἀν­θρώ­που κα­τό­πιν τῆς ἐ­πα­φῆς αὐ­τοῦ με­τά τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος, τῆς ἐ­πα­φῆς τοῦ πυ­ρός τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ὁ­ποί­α προ­σφέ­ρει τήν ζω­ήν αὐ­τῆς, γιά νά ζή­σουν οἱ ἄλ­λοι καί ἐξ αὐ­τῶν δέ­χε­ται τόν θά­να­τον. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ μο­να­χι­σμός, στό τε­λει­ό­τε­ρον βά­θος του, κα­θώς δι­δά­σκει ὁ Χρι­στός, "εἰ τις ἔρ­χε­ται πρό με καί οὐ μι­σεῖ τόν πα­τέ­ρα ἑ­αυ­τοῦ καί τήν μη­τέ­ρα καί τήν γυ­ναῖ­κα καί τά τέ­κνα καί τούς ἐ­δελ­φούς καί τάς ἀ­δελ­φάς, ἔ­τι δέ καί τήν ἑ­αυ­τοῦ ψυ­χήν οὐ δύ­να­ταί μου μα­θη­τής εἶ­ναι...".

Ἡ ὁ­δός τοῦ μο­να­χι­σμοῦ δέν εἶ­ναι γιά τούς πολ­λούς. Εἶ­ναι, ὡ­στό­σο, ἡ ὁ­δός τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου πού ἀ­φο­ρᾶ ὅ­λους τούς χρι­στια­νούς. Ὁ μο­να­χι­σμός εἶ­ναι κα­τ' ἐ­ξο­χήν χά­ρι­σμα τα­πει­νώ­σε­ως. Ὅ­πως ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει ὁ Γέ­ρον­τας εἶ­ναι "ἴ­διον στόν Θε­ό νά εὐ­δο­κῇ ἐν πᾶ­σι τοῖς συν­τε­τριμ­μέ­νοις τη καρ­δί­ᾳ". Ἡ ἁ­μαρ­τί­α πού ἀ­τί­μα­σε τόν ἄν­θρω­πο καί ὁ ὑ­πο­κι­νη­τής αὐ­τῆς δι­ά­βο­λος, ἐμ­πο­δί­ζουν τούς ἀν­θρώ­πους νά ἀ­κο­λου­θή­σουν αὐ­τή τήν ὁ­δό. Ὅ­σοι ὅ­μως ἐ­δέ­χθη­σαν τήν λαμ­πη­δό­να τοῦ Πνεύ­μα­τος στήν καρ­δί­α τους, ἐ­τρώ­θη­σαν ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τοῦ Σταυ­ρω­θέν­τος Χρι­στοῦ, ὁ μο­να­χι­κός βί­ος κα­τέ­στη ἡ κα­ταλ­λη­λό­τε­ρη ὁ­δός γιά νά ἐ­ξο­μοι­ω­θοῦν μέ τόν Χρι­στό. Ὅ­πως Ἐ­κεῖ­νος, ἀ­κρι­βῶς καί αὐ­τοί "ὑ­πέ­μει­ναν τόν σταυ­ρόν, αἰ­σχύ­νης κα­τα­φρο­νή­σαν­τες", ἐ­κι­νή­θη­σαν τα­πει­νά πρός "αὐ­το­σμί­κριν­σιν" ἀ­πορ­ρί­ψαν­τες τήν ὑ­πε­ρή­φα­νη τά­ση "πρός αὐ­το­θαυ­μα­σμόν" καί ἀ­πέ­κτη­σαν σάν ἀν­τα­μοι­βή τήν θε­ρα­πεί­α τοῦ πε­πτω­κό­τος ἀν­θρώ­που καί ἔ­γι­ναν μέ­το­χοι τῆς ἀ­να­βά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ καί κα­τοι­κη­τή­ρια "τῆς δω­ρε­ᾶς καί τῶν χα­ρι­σμά­των" τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος.

Ὁ μο­να­χι­σμός κα­τά τόν Γέ­ρον­τα προ­βάλ­λε­ται "ὡς ἐ­λεύ­θε­ρος καί συ­νει­δη­τός ἀ­γῶ­νας" γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς τε­λει­ό­τη­τος. Πο­τέ ὡς ἐ­ξα­ναγ­κα­σμός. Ὅ­σον καί ἄν ἐ­ξα­ναγ­κα­στῆ ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά φτά­ση στή θεί­α τε­λει­ό­τη­τα, ἐ­φ' ὅ­σον αὐ­τή πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μό­νο μέ τήν ἐρ­γα­σί­α τῶν δύ­ο ἐ­λευ­θέ­ρων προ­σώ­πων, τοῦ Θε­οῦ πού, μέ τήν θεί­α του ἀ­γά­πη, ἑλ­κύ­ει καί τοῦ συ­νερ­γοῦν­τος ἀν­θρώ­που πού ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται ἐ­λεύ­θε­ρα σέ αὐ­τή τήν ἀ­γά­πη. Γι' αὐ­τό καί ἡ ἄ­σκη­ση τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου εἶ­ναι μέ­σον καί ὄ­χι σκο­πός· εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρη αὐ­το­προ­σφο­ρά καί θυ­σί­α στόν Θε­ό, μέ στό­χο, διά τῆς ἀ­κρι­βοῦς τη­ρή­σε­ως τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ, οἱ ἄν­θρω­ποι νά γί­νουν φο­ρεῖς "παν­τός τοῦ κο­σμι­κοῦ εἶ­ναι καί αὐ­τῆς τῆς θεί­ας ζω­ῆς".

Ὁ μο­να­χι­σμός ἀρ­χί­ζει "διά μι­κρῶν πραγ­μά­των", ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νο πού θέ­λει ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι "ἀ­πεί­ρως ὑ­ψη­λόν" καί "ἀ­πεί­ρως με­γα­λει­ῶ­δες" καί "τό τέ­λος του φθά­νει ἀ­κρι­βῶς ἐ­κεῖ­νο τό πλή­ρω­μα κα­τά τό ὁ­ποῖ­ον ὁ ἄν­θρω­πος προ­σεύ­χε­ται δι' ὅ­λον τόν Ἀ­δάμ ὥς πε­ρί αὐ­τοῦ τοῦ ἰ­δί­ου".

 

Τρεῖς με­γά­λες ἀ­ρε­τές προ­βάλ­λον­ται στήν ὁ­δό τοῦ μο­να­χι­σμοῦ: ἡ ὑ­πα­κο­ή, ἡ παρ­θε­νί­α ἤ σω­φρο­σύ­νη καί ἡ ἀ­κτη­μο­σί­νη. Μέ αὐ­τές, ἄν ἐκ­πλη­ρω­θοῦν, ὁ μο­να­χός μπο­ρεῖ νά γί­νει μι­μη­τής τῆς "κε­νώ­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ" καί κα­τά συ­νέ­πεια μέ­το­χος τῆς θεί­ας Του ζω­ῆς.

 

1. Τήν ὑ­πα­κο­ή τήν θε­ω­ρεῖ ὁ Γέ­ρον­τας ὡς "τήν βά­σιν τοῦ μο­να­χι­σμοῦ". Ἀ­πο­τε­λεῖ τό "ἱ­ε­ρόν ἀ­πόρ­ρη­τον" καί "μυ­στή­ριον και ζω­ήν στήν Ἐκ­κλη­σί­α". Ἡ ση­μα­σί­α της "α­πο­κα­λύ­πτε­ται μό­νον διά τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος". Φαί­νε­ται νά ἀν­τι­τί­θε­ται στό ἔρ­γον τοῦ Θε­οῦ, ὅ­τι δηλ. ἔ­κα­με τόν ἄν­θρω­πο μέ ἐ­λευ­θε­ρί­α ὅ­μοι­α με τή δι­κή Του. Γιά τούς πολ­λούς ἡ πα­ρά­δο­ση τῆς θε­λή­σε­ως καί τῆς λο­γι­κῆς στήν ἐ­ξου­σί­α ἄλ­λου ἀν­θρώ­που φαί­νε­ται "φρι­κτή δου­λεί­α καί αὐ­το­ε­κμη­δέ­νι­σις". Γιά ἐ­κεί­νους ὅ­μως πού ἀ­κο­λού­θη­σαν τή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί Τόν ἐ­μι­μή­θη­καν κα­τά πάν­τα, ἡ ὑ­πα­κο­ή "ἀ­πε­δεί­χθη ἀ­νεκ­φρά­στως μέ­γα δῶ­ρον ἄ­νω­θεν".

Πα­ρο­μοιά­ζει τόν ὑ­πο­τα­κτι­κό μέ ἀ­ε­τό πού μέ τίς δύ­ο φτε­ροῦ­γες του πε­τά­ει στά ὕ­ψη καί μέ ἡ­ρε­μί­α πα­ρα­τη­ρεῖ τό δι­ά­στη­μα πού τόν χω­ρί­ζει ἀ­πό τή γῆ "χαί­ρων διά τήν ἀ­σφά­λειαν αὐ­τοῦ, διά τήν κυ­ρι­αρ­χί­αν αὐ­τοῦ ἐ­πί τοῦ ὕ­ψους". Πα­ρα­δί­δον­τας ὁ μο­να­χός στόν πνευ­μα­τι­κό του πα­τέ­ρα τόν ἑ­αυ­τό του ἐ­λευ­θε­ρώ­νε­ται ἀ­πό τό βά­ρος τῶν ἐ­πι­γεί­ων φρον­τί­δων καί ἀ­να­κα­λύ­πτει "τήν ἐν Θε­ῷ κα­θα­ρό­τη­τα τοῦ νο­ός του".

Δυ­στυ­χῶς πολ­λοί δι­δά­σκου­με τήν ὑ­πα­κο­ή καί ἀ­πό μᾶς τούς τα­γούς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας· πολ­λές φο­ρές χω­ρίς νά λά­βου­με πεῖ­ρα αὐ­τῆς· γι' αὐ­τό καί ἀ­πο­τυγ­χά­νου­με νά πεί­σου­με τούς ὑ­πο­τα­κτι­κούς μας. Ὁ Γέ­ρον­τας ὅ­μως ἔ­λε­γε ὅ­τι μό­νον ὁ ἐ­ξα­σκῶν τήν ὑ­πα­κο­ή μπο­ρεῖ νά κα­τα­νο­ή­ση καί αὐ­τήν καί τήν κα­θα­ρό­τη­τα τοῦ νο­ός πού προ­σφέ­ρει: "χω­ρίς αὐ­τήν τήν ὑ­πα­κο­ήν εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νά ἐ­πι­τευ­χθῆ τοῦ­το". Γιά τόν ὑ­πο­τα­κτι­κό ἡ ὑ­πα­κο­ή στόν Γέ­ρον­τα εἶ­ναι τρό­πον τι­νά μί­α προ­πό­νη­ση γιά νά "εἰ­σέλ­θη εἰς τήν σφαῖ­ραν τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος".

Γιά τόν Γέ­ρον­τα "τό μυ­στή­ριον τοῦ­το συ­νί­στα­ται εἰς τό νά ὁ­δη­γή­ση τόν ὑ­πο­τα­κτι­κόν" μέ­σω τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­γῶ­νος "εἰς τήν ἀ­λη­θι­νήν ἐ­λευ­θε­ρί­αν ἄ­νευ τῆς ὁ­ποί­ας ἡ σω­τη­ρί­α κα­θί­στα­ται ἀ­δύ­να­τος". Ὁ Γέ­ρον­τας λέ­γει πρέ­πει νά συλ­λαμ­βά­νη "τόν ρυθ­μόν τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ κό­σμου ὅ­λων" ὅ­σων προ­σέρ­χον­ται πρός αὐ­τόν. Ὀ­φεί­λει νά κα­τα­φεύ­γη ἀ­κα­τά­παυ­στα στόν Θε­ό μέ πο­νε­μέ­νη καρ­δί­α καί νά ζη­τᾶ μέ θέρ­μη λό­γο κα­τάλ­λη­λο γιά νά με­τα­δώ­ση ὠ­φέ­λεια καί ἔμ­πνευ­ση στούς ἀ­δελ­φούς.

Ἡ ἀ­λη­θι­νή ἐ­λευ­θε­ρί­α βρί­σκε­ται ὅ­που πνέ­ει τό πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ: "οὗ τό πνεῦ­μα Κυ­ρί­ου ἐ­κεῖ ἐ­λευ­θε­ρί­α". Γι' αὐ­τό ὁ σκο­πός τῆς ὑ­πα­κο­ῆς καί γε­νι­κά τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­κτη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἕ­νας δό­κι­μος Γέ­ρον­τας πο­τέ δέ θά ἤ­θε­λε νά κα­θυ­πο­τά­ξη καί ὑ­πο­δου­λώ­ση τή θέ­λη­ση τοῦ ὑ­πο­τα­κτι­κοῦ στήν ἰ­δι­κή του θέ­λη­ση, ἔ­στω κι ἄν τοῦ­το φαί­νε­ται στήν κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή νά ἐ­πι­τε­λεῖ­ται. Ἄν δι­α­πι­στώ­ση στόν ὑ­πο­τα­κτι­κό ἔλ­λει­ψη αὐ­τα­παρ­νή­σε­ως γιά ἀ­γῶ­να, ἐκ­φρά­ζε­ται συγ­κα­τα­βα­τι­κά καί δεν ζη­τᾶ ἄ­με­σα λό­γο ἀ­πό τόν Θε­ό με τήν προ­σευ­χή, ἀλ­λά τόν βο­η­θᾶ μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νη πεῖ­ρα του. Τοῦ­το τό κά­νει για­τί δέν θέ­λει νά ὁ­δη­γή­ση τόν ὑ­πο­τα­κτι­κό στό βα­ρύ ἁ­μάρ­τη­μα τῆς "θε­ο­μα­χί­ας". Ἀλ­λά, πα­ράλ­λη­λα, ἕ­νας δό­κι­μος ὑ­πο­τα­κτι­κός δέν θά ἔ­φθα­νε πο­τέ στό ση­μεῖ­ο νά μήν δέ­χε­ται τόν Γέ­ρον­τά του "ὡς προ­φή­την εἰς ὄ­νο­μα προ­φή­του", ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐκ­φέ­ρει λό­γους Θε­οῦ καί ὄ­χι ἀν­θρώ­πι­νους, ὥ­στε νά δι­α­πε­ρᾶ ὡς "μά­χαι­ρα" τήν καρ­δί­α του καί νά τόν κα­θι­στᾶ εὔ­θε­το στήν Βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν.

Τόν Γέ­ρον­τα Σω­φρό­νιο τόν χα­ρα­κτή­ρι­ζε αὐ­τό τό πνεῦ­μα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Ἔν­νοι­ω­θε τήν εὐ­θύ­νη του ὡς πνευ­μα­τι­κός ὁ­δη­γός, μό­νον ὅ­μως ὅ­ταν ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός ὑ­πο­τασ­σό­ταν χω­ρίς ἐ­πι­φυ­λά­ξεις, ἄλ­λως τήν εὐ­θύ­νη θε­ω­ροῦ­σε ὅ­τι τήν ἀ­νε­λάμ­βα­νε ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός. Ὅ­λο τό βά­ρος τῆς ἀ­πο­λο­γί­ας τό ἔ­φε­ρε αὐ­τός, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­σφα­λῶς μέ τόν τρό­πο αὐ­τό κα­θι­στοῦ­σε τήν ὑ­πα­κο­ή του ἀ­νώ­φε­λη.

Θε­ω­ρεῖ ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ τήν πε­ρί­πτω­ση κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὁ θε­σμός τοῦ Γέ­ρον­τος ἐρ­γά­ζε­ται γιά τήν ὑ­πο­δού­λω­ση τοῦ "ἀ­δελ­φοῦ - συ­ναν­θρώ­που αὐ­τοῦ", ὅ­πως ἐ­πί­σης καί τήν πε­ρί­πτω­ση νά μή χρη­σι­μο­ποι­ῆ ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός τήν κα­λύ­τε­ρη καί συν­το­μό­τε­ρη ὁ­δό πού ὑ­περ­νι­κᾶ τήν φι­λαυ­τί­α καί τόν ἐ­γω­ι­σμό· καί τού­τη θε­ω­ρεῖ ὅ­τι εἶ­ναι ἡ ὑ­πα­κο­ή. Ὅ­ταν κό­πτει ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός τό θέ­λη­μά του ἐ­νώ­πιον τοῦ ἄλ­λου κα­λύ­πτει τά "ρήγ­μα­τα", ὅ­πως τά ὀ­νο­μά­ζει, πού δη­μι­ούρ­γη­σε ἡ πτώ­ση τοῦ Ἀ­δάμ στήν ἀρ­χι­κά ἑ­νια­ία καί "πρός τόν Θε­όν συ­νηγ­μέ­νην" ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση.

Χρει­ά­ζε­ται κα­νείς νά εἶ­ναι "ἁ­πλοῦς" καί ὄ­χι "νο­ή­μων" γιά νά ἐ­ξα­σκή­ση ἀ­πρό­σκο­πτα τήν ὑ­πα­κο­ή. Ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χει θέ­σει σάν θε­μέ­λιο τῆς προ­σω­πι­κῆς του ζω­ῆς τήν λο­γι­κήν του, πρέ­πει πρίν γί­νη ὑ­πο­τα­κτι­κός νά ἀ­παρ­νη­θῆ "τόν πλοῦ­τον τού­του" ἀλ­λι­ῶς θά δυ­σκο­λευ­θῆ νά εὕ­ρη "τήν ὁ­δόν τῆς ζώ­σης πί­στε­ως".

Ὁ ἀ­λη­θι­νά σο­φός εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού "ἀ­πο­τάσ­σε­ται τοῦ ἐμ­πα­θοῦς ἐ­γω­κεν­τρι­κοῦ θε­λή­μα­τος". Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό "προ­δί­δει ἀ­λη­θῆ σο­φί­αν, θέ­λη­σιν σπα­νί­ας δυ­νά­με­ως καί ζω­ήν ἀ­νω­τέ­ρας ὑ­ψη­λῆς ποι­ό­τη­τος" καί κα­τά τρό­πον ἀ­κα­τά­λη­πτον καί σ' αὐ­τόν τόν ἴ­διον, "ἀ­νυ­ψοῦ­ται εἰς ἐ­πί­πε­δον" πού δέν μπο­ροῦν νά τό φθά­σουν καί δι­ά­νοι­ες ὑ­ψη­λῆς καλ­λι­έρ­γειας.

Ὁ γε­νι­κός κα­νό­νας ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ον πρέ­πει νά ξε­κι­νᾶ ὁ μο­να­χός γιά τήν ἐ­ξα­σκη­ση τῆς ὑ­πα­κο­ῆς εἶ­ναι: "μή ἐμ­πι­στεύ­ου εἰς ἑ­αυ­τόν". Ὄ­χι μό­νον οἱ ἀρ­χά­ριοι πρέ­πει νά τόν ἔ­χουν ἐ­νώ­πιόν τους διά παν­τός ἀλ­λά καί οἱ "προ­βε­βη­κό­τες ἐν τῇ μο­να­χι­κῇ ἀ­σκή­σει" δέν πρέ­πει νά τόν ἐγ­κα­τα­λεί­πουν.

Τέ­λος μέ τήν ὑ­πα­κο­ή ἡ αἰ­ώ­νιος ζω­ή "κα­θί­στα­ται πα­ραγ­μα­τι­κό­της" ἤ­δη ἀ­πό αὐ­τή τή ζω­ή. Ὁ κα­λός ὑ­πο­τα­κτι­κός αἰ­σθά­νε­ται τήν πα­ρου­σί­α τῆς χά­ρι­τος, ἀ­πο­κτᾶ βα­θειά εἰ­ρή­νη στήν ψυ­χή του, ἀλ­λά καί τήν "βα­θεί­αν αἴ­σθη­σιν τῆς με­τα­βά­σε­ως αὐ­τῆς ἐκ τοῦ θα­νά­του εἰς τήν ζω­ήν".

 

2. Ἡ παρ­θε­νί­α καί ἡ σω­φρο­σύ­νη συ­νι­στοῦν τή δεύ­τε­ρη ἀ­ναγ­καί­α ἀ­ρε­τή τοῦ μο­να­χι­σμοῦ. Οἱ ἔν­νοι­ες παρ­θε­νί­α καί σω­φρο­σύ­νη εἶ­ναι συγ­γε­νεῖς ὄ­χι ὅ­μως ταυ­τό­ση­μοι. Ὅ­σοι προ­σέρ­χον­ται στόν μο­να­χι­σμό, κα­τά τήν κου­ρά τους, "οἱ μέν ἐξ ἐγ­γά­μου βί­ου ἤ ἐ­ξω­γά­μους σχέ­σεις", ὑ­πό­σχον­ται σω­φρο­σύ­νη, ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νοι πού δέν ἦλ­θαν σ' ἐ­πα­φή μέ ἄλ­λο σῶ­μα ὑ­πό­σχον­ται παρ­θε­νί­α.

Εἴ­τε μέ τή μί­α, εἴ­τε μέ τήν ἄλ­λη ὑ­πό­σχε­ση, ὁ μο­να­χός πρέ­πει ὄ­χι μό­νον νά νι­κᾶ τό φρό­νη­μα τῆς σαρ­κός, δη­λα­δή νί­κη ἐ­πί τῆς φύ­σε­ως, ἀλ­λά νά ἀ­πο­κτᾶ τή γνή­σια παρ­θε­νί­α καί σω­φρο­σύ­νη πού οἱ πα­τέ­ρες ὁ­ρί­ζουν ὡς ὑ­περ­φυ­σι­κή κα­τά­στα­ση. Λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: "πᾶ­σα πα­ρέκ­κλι­σις τοῦ νοῦ καί τῆς καρ­δί­ας ἀ­πό τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ ἐ­κλαμ­βά­νε­ται ὡς πνευ­μα­τι­κή "μοι­χεί­α", ἤ­τοι πα­ρά­βα­σις εἰς βά­ρος τῆς θεί­ας ἀ­γά­πης". Ὅ­ταν στόν νοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­νερ­γεῖ ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ τό­τε ἀ­πο­σπᾶ­ται ἀ­πό κά­θε γή­ι­νο. Ἀν­τί­θε­τα ὅ­ταν ἐ­νερ­γοῦν οἱ εἰ­κό­νες τοῦ κό­σμου τού­του ἡ ψυ­χή "τραυ­μα­τί­ζε­τα βα­θύ­τα­τα". Πολ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρα θά μπο­ροῦ­σα νά ἐκ­θέ­σω ἀ­πό τήν πεῖ­ρα τοῦ Γέ­ρον­τος στήν εἰ­σή­γη­ση αὐ­τή, ἀλ­λά ὁ χρό­νος δέν τό ἐ­πι­τρέ­πει. Ἐξ ἄλ­λου ὅ­σοι ἐ­ξα­σκοῦ­με αὐ­τή τήν ἀ­ρε­τή γνω­ρί­ζου­με ἐκ πεί­ρας πολ­λά πράγ­μα­τα πού καί οἱ πα­τέ­ρες ἀ­κό­μη τά ἀ­πο­σι­ω­ποῦν.

 

3. Ἡ τρί­τη ἀ­ρε­τή, πού ὑ­πό­σχε­ται ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός κα­τά τήν κου­ρά του νά τη­ρή­ση, εἶ­ναι ἡ ἀ­κτη­μο­σύ­νη. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πα­ραί­τη­τη συμ­πλή­ρω­ση τῶν δύ­ο προ­η­γου­μέ­νων, γιά τήν "ἐ­πί­τευ­ξιν τῆς κα­θα­ρᾶς προ­σευ­χῆς".

Στόν ὀρ­θό­δο­ξο μο­να­χι­σμό δέν κα­λεῖ­ται ὁ μο­να­χός τό­σο νά ζή­ση ἐν πτω­χεί­ᾳ, ὅ­πως οἱ δυ­τι­κοί, ἀλ­λά νά ἐ­λευ­θε­ρώ­ση τόν πνεῦ­μα του ἀ­πό τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ "κα­τέ­χειν" καί τό πά­θος τῆς "φι­λο­κτη­μο­σύ­νης".

Ἡ γνή­σια ἀ­κτη­μο­σύ­νη δέν ἀ­πορ­ρί­πτει μό­νον τίς ὑ­λι­κές κτή­σεις, ἀλ­λά καί τίς δι­α­νο­η­τι­κές. Μέ­γας πα­τήρ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας θε­ω­ρεῖ ὅ­τι τά ἀ­πο­κυ­ή­μα­τα τῆς δι­α­νοί­ας του ὁ ἄν­θρω­πος τά ἀ­γα­πᾶ ὡς "ἡ μή­τηρ τά ἔκ­γο­να αὐ­τῆς". Προ­κει­μέ­νου ὅ­μως νά ἀ­πο­κτή­ση κα­νείς "ὑ­ψη­λο­τέ­ραν γνῶ­σιν" καί θη­σαυ­ρό ἀ­σύγ­κρι­τα πλου­σι­ώ­τε­ρο ἀ­πό ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἄλ­λο ἐ­πί τῆς γῆς, ἐκ­δι­ώ­κει γιά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ καί τοῦ πλη­σί­ον "τάς κτή­σεις ἐ­κεῖ­νας αἱ ὁ­ποῖ­αι κυ­ρι­εύ­ουν τά πνεύ­μα­τα καί τάς καρ­δί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων καί ἐκ­πη­γά­ζουν τά ἀ­να­ρίθ­μη­τα πα­θή­μα­τα ὅ­λου τοῦ κό­σμου".

Ἕ­να με­γά­λο κε­φά­λαι­ο πού ἀ­φο­ρᾶ τήν προ­κο­πή τοῦ μο­να­χοῦ καί πού δι­α­πραγ­μα­τεύ­ε­ται δι­ε­ξο­δι­κά ὁ Γέ­ρων Σω­φρό­νιος, εἶ­ναι τό θέ­μα τῆς προ­σευ­χῆς πού χα­ρί­ζη τό ἄ­νοιγ­μα τῆς "νο­ε­ρᾶς αἰ­σθή­σε­ως" καί ἐ­πι­φέ­ρει τήν ἀ­γα­θή ἀλ­λοί­ω­ση τοῦ Πνεύ­μα­τος. Θά ἀ­δι­κού­σα­με τόν λό­γο του ἄν, στόν ἐ­λά­χι­στο χρό­νο πού δι­α­τέ­θη­κε γιά τήν πα­ρου­σί­α­ση αὐ­τῆς τῆς εἰ­ση­γή­σε­ως, πα­ρου­σι­ά­ζα­με ἔ­στω καί ἀ­μυ­δρά τόν πλοῦ­το τῆς ἐμ­πει­ρί­ας του σ' αὐ­τό τό θέ­μα. Θά μπο­ροῦ­σε νά γί­νη εἰ­δι­κή εἰ­σή­γη­ση γιά νά πα­ρου­σια­στῆ ἡ ὑ­ψη­λή θε­ο­γνω­σί­α του στήν ἡ­συ­χα­στι­κή προ­σευ­χή, τήν ὁ­ποί­α, κα­θ' ὅ­λη τή διά­ρκεια τοῦ χρό­νου τῆς ἐ­πί­γειας ζω­ῆς του, ἀ­πέ­κτη­σε θρη­νῶν­τας νυ­χθη­με­ρῶς ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ.

 

Τέ­λος ὁ μο­να­χι­σμός ὁ­δη­γεῖ στόν δρό­μο τοῦ "κρά­τει τόν νοῦ σου στόν Ἅ­δη καί μή ἀ­πελ­πί­ζου".

Γε­νι­κό πα­ρά­δειγ­μα γι' αὐ­τή τήν πο­ρεί­α προ­σφέ­ρε­ται ὁ Χρι­στός πού, ὡς ἀ­μνός ἄ­μω­μος καί ἄ­σπι­λος, σφα­γι­ά­ζε­ται γιά τή σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου. Αὐ­τό εἶ­ναι μιά με­γά­λη ἐ­πι­στή­μη κα­τά τόν π. Ζα­χα­ρί­α τοῦ Ἔσ­σεξ. Ὅ­ποι­ος μα­θαί­νει τήν ἐ­πι­στή­μη αὐ­τή, πού πε­ρι­ε­χό­με­νό της ἔ­χει τήν τα­πεί­νω­ση τοῦ Χρι­στοῦ, πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά μα­ζί Του καί ὁ­δη­γεῖ­ται "εἰς πᾶ­σαν τήν ἀ­λή­θειαν" τῆς μεί­ζο­νος ἀ­γά­πης τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι σα­φής: "Ὅ­ταν ποι­ή­σε­τε πάν­τα τά δι­α­τα­χθέν­τα ὑ­μῖν, λέ­γε­τε ὅ­τι ἀ­χρεῖ­οι δοῦ­λοι ἐ­σμέν, ὅ­τι ὅ ὀ­φεί­λο­μεν ποι­ῆ­σαι πε­ποι­ή­κα­μεν".

Πρέ­πει ἀ­εν­νά­ως νά κραυ­γά­ζου­με ὡς μο­να­χοί στόν Κύ­ριο μα­ζί μέ τόν προ­φή­τη Δα­νι­ήλ: "Σοί Κύ­ρι­ε ἡ δι­και­ο­σύ­νη καί ἡ­μῖν ἡ αἰ­σχύ­νη τοῦ προ­σώ­που" καί μέ τόν λη­στή στόν Σταυ­ρό: "ἡ­μεῖς μέν δι­καί­ως ἄ­ξια γάρ ὧν ἐ­πρά­ξα­μεν ἀ­πο­λαμ­βά­νο­μεν... μνή­σθη­τί μου Κύ­ρι­ε ὅ­ταν ἔλ­θης ἐν τῇ Βα­σι­λεί­ᾳ σου".

Ἐ­μεῖς οἱ μο­να­χοί πρέ­πει νά δώ­σου­με τό πα­ρά­δειγ­μα καί νά πλη­σι­ά­ζου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο τόν Χρι­στό στήν τα­πει­νή κα­τά­βα­σή Του. Τό Μο­να­στῆ­ρι μας πρέ­πει νά γί­νη τό­πος με­τα­νοί­ας καί εὐ­χα­ρι­στί­ας καί ἡ καρ­δί­α μας καί ὁ νοῦς μας τό­πος ἐμ­πνεύ­σε­ως· καί μέ τή δύ­να­μη αὐ­τή τοῦ πνεύ­μα­τος νά ἀγ­κα­λι­ά­ζου­με προ­σευ­χό­με­νοι "ὅ­λα τά πλά­τη τοῦ χώ­ρου καί τῶν αἰ­ώ­νων".

Ὁ Γέ­ρον­τας συ­νι­στοῦ­σε νά εἴ­μα­στε πάν­το­τε εὐ­δι­ά­θε­τοι, χα­ρού­με­νοι, δι­ό­τι, ὁ θλιμ­μέ­νος ἄν­θρω­πος πού πα­ρα­πο­νεῖ­ται γιά ὅ­λα ἀ­να­ζη­τά­ει πα­ρη­γο­ριά στήν ἁ­μαρ­τί­α γιά νά βρῆ ἐ­κεῖ τήν εὐ­χα­ρί­στη­ση. Ὅ­ταν τό πᾶν γιά μᾶς εἶ­ναι ὁ Χρι­στός τό­τε ὅ­λοι πλη­ρο­φο­ροῦν­ται μέ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι ζῆ Κύ­ριος ἄ­ρα ζῶ καί ἐ­γώ.