Σελίδα 2 από 4 Τό τεχνικό περιβάλλον πού δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος μέσα στό εὐρύτερο φυσικό περιβάλλον
πού τοῦ κληροδότησε
ὁ Θεός, εἶναι πάντοτε προϊόν τῶν ἐσωτερικῶν ὑγειῶν ἤ μή, ψυχολογικῶν καταστάσεών
του. Ἄν ὑπάρχη
ἐσωτερική ἐναρμόνηση ὅλων τῶν δυνάμεών του καί ὑγιής
λειτουργία τους, τότε ὅλα
τά προϊόντα, πολιτιστικά,
τεχνολογικά καί περιβαλλοντολογικά εἶναι ὑφασμένα
καί ἐναρμονισμένα
μέ τό κληροδοτημένο
φυσικό περιβάλλον πού τοῦ δώρησε ὁ Θεός. Ἄν ὁ ἔσω ἄνθρωπος ἀσθενεῖ καί πάσχει καί ἀποδιοργανώνεται
τότε ὅλα
τά δημιουργήματα ἔχουν
αὐτή τή τραυματισμένη
σφραγίδα καί ἀπό μέσα
ἐξυπηρετήσεως
καί ἱκανοποιήσεως
τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν, γίνονται παγίδες θανάτου καί
κλίμακες καθόδου γιά τήν ἀνθρώπινη προοπτική. Ἡ σημερινή ἐποχή παρ᾿ ὅλο πού
φαίνεται ἀλματωδῶς προοδευτική
ὡς πρός τήν τεχνολογία κρύβη μέσα
της στοιχεῖα ἀρρωστημένης δημιουργικότητος
πού φέρνει τόν ἄνθρωπο σέ
μεγάλες ὑπαρξιακές δυσκολίες. Σήμερα παρά ποτέ ἄλλοτε, μέ τήν ἐμπειρία τῆς ἀγχώδους ζωῆς, ἀποτέλεσμα κατά ἕνα μεγάλο βαθμό τῆς ξέφρενης καί ἄλογης
καί ἀσύνετης
τεχνολογικῆς ἀπολαύσεως, ὁ ἄνθρωπος νοσταλγεῖ παλαιές καλές ἡμέρες. Ἀπό ὀρθοδόξου πλευράς ὁ φυσικός καί οὐσιαστικός «ὅρος
ἀναφορᾶς» στή ζωή τοῦ
ἀνθρώπου εἶναι ἡ Παράδοση. Ἡ πεῖρα τοῦ παρελθόντος. Ἡ γήϊνη ζωή σ᾿ ὅλες
τίς ἐκδηλώσεις
τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνέπεια τῆς ὀρθόδοξης ἐμπειρίας του. Ἡ δέ ὀρθόδοξη ἐμπειρία
δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη
ἱκανότητα καί ἀνακάλυψη. Εἶναι μιά θεία ἀποκάλυψη. Ἀποκαλύπτεται ὁ ἀνώτερος τρόπος ζωῆς. Ἀποβάλεται
ὁ φθαρτός τρόπος αὐτῆς
τῆς ζωῆς. Ἐκδηλώνεται τό ὡραῖο, τό ἁρμονικό, τό ἰδεῶδες. Ὁ φυσικός ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει ἐρχόμενος
σέ ἐπαφή
μέ τόν ἀληθινό
Θεό τίς ἀναμείξεις
μέ τίς παθολογικές ἀποκλίσεις
καί ἐνδύεται
τήν εὐπρέπεια τῆς οὐρανίου Θείας ζωῆς. Κατεβαίνει
ὁ οὐρανός στή γῆ καί ἡ γῆ γεννᾶ ἔργα πού ἀποτυπώνουν τίς οὐράνιες ὀμορφιές. Τό Ἑλληνορθόδοξο παρελθόν
εἶναι γιά μᾶς ὁ μεγάλος δάσκαλος πού δίνει ἔτοιμο
ὑλικό, σοφά δημιουργημένο
γιά τήν παραπέρα προαγωγή. Ἡ σύγχρονη ὅμως πραγματικότητα δέν σέβεται τό παρελθόν. Θέλει συνεχῶς
νά βρίσκεται σέ «ἐξέλιξη». Μέ τήν φιλαυτία τους οἱ πάντες θέλουν νά παρουσιάσουν τό ὑποκειμενικά
ὡραῖο. Δέν χρησιμοποιοῦν
τό παρελθόν μιᾶς τεράστιας
παραδόσεως. Γιατί αὐτή ἡ παράδοση συκοφαντήθηκε ὡς βάρβαρη καί στή θέση της μπῆκε αὐτή
πού φαντάζη καί ἐντυπωσιάζη. Παρουσιάζεται ἕνας
τεχνολογικά πελώριος
ἄνθρωπος
πού συνθλίβη τόν φυσικό
ἄνθρωπο. Καί γιά νά χωρέση αὐτός στή γῆ χαλάει καί τό φυσικό περιβάλλον
πού δόθηκε γιά νά ζήση ὁ φυσικός ἄνθρωπος. Τά ὄμορφα χωριά μικραίνουν καί ἐξαφανίζονται. Οἱ πόλεις μεγαλώνουν καί γίνονται
παράδοξες. Αὐτό πού ὀνομάζουμε ἐμεῖς οἱ θεολόγοι τῆς Ἀνατολῆς ἐκκλησιαστική ἐσχατολογία, δηλαδή διαπαιδαγώγηση τοῦ ἀνθρώπου πῶς σταδιακά νά καλλιεργεῖται καί νά μεταμορφώνεται
«ἀπό
δόξης εἰς δόξαν» καί νά φθάνει «εἰς ἄνδρα τέλειον», πῶς νά χρησιμοποιεῖ μέ μέτρο τά ἀγαθά
τῆς γῆς καί νά μετατρέπη αὐτόν τόν κόσμο
σέ θεῖο παράδεισο πού πρῶτος θά χαίρεται ὅσο ζῆ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Αὐτή ἡ ἐμπειρία πού ἔφτιαχνε ὅμορφα
κτίρια, ὅμορφους
Ναούς, ὄμορφους
οἰκισμούς, ἀντανάκλαση
τοῦ θείου παραδείσου, ἐγκαταλείφθηκε
καί στή θέση της ἦλθε
τό κοσμοείδωλο τῆς ὑλιστικῆς ἐσχατολογίας τοῦ σύγχρονου ὑλιστικοῦ Δυτικοῦ κόσμου. Μέ βάση τήν ἀπόκτηση χρημάτων καί κτημάτων καί ὑλιστικῶν
ἀπολαύσεων, μετατίθεται
τό ἐνδιαφέρον τῶν ἀνθρώπων καί ἡ σταθερότητα καί ἡ τάξη μετατρέπεται σέ μιά ξέφρενη
παραγωγή προϊόντων πού στόχο ἔχουν φαινομενικά μέν τήν ἐξυπηρέτηση τοῦ ἀνθρώπου οὐσιαστικά δέ τήν ἐξόντωσή
του. Ἡ Ἐκκλησία ὑπενθυμίζουσα τήν ἀληθινή ἀποστολή
τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καταγγέλει τήν προδοσία αὐτή
καί ἐμμένει νά
διατηρῆ στά ἔργα καί
στά λόγια της ζωντανό καί ἐνεργητικό τό κριτήριο ἐκεῖνο
μέ τό ὁποῖο
προβάλλεται τό ἀληθινά
ὡραῖο καί ἁρμονικά
συσχετισμένο μέ τήν
σύμπασα κτίση. «Ὁ γάρ Χριστός σαρκί γεννᾶται ἀνακαινίζων
τήν κτίσιν, φθαρεῖσα πονηραῖς
παραβάσεσι» (Ὑμνολογία Χριστουγέννων). Εἰδικώτερα
ἡ ἀποστολή αὐτή ἐκδηλώνεται πιό ἄμεσα καί πιό στενά στήν περίπτωση
τῶν μοναχῶν καί τῶν Μοναστηριῶν. Ὁ μοναχός ἀναχωρεῖ ἀπό τόν κόσμο
καί καταφεύγει στήν φύση. Τό φυσικό περιβάλλον γίνεται τό σπίτι
του. Τά Μοναστήρια κτίζονται στίς πιό ὡραῖες, τίς πιό παρθένες καί τίς
πιό ἀπομονωμένες τοποθεσίες μέ τοπικά ὑλικά (πέτρα, ξῦλο,
κ.λ.π.), ἐνῶ ἡ στενή σχέση πού ἀναπτύσσει μέ τήν φύση ὁ μοναχός τοῦ δίνει
τήν δυνατότητα νά ἐντάσσει ἁρμονικά τά μοναστηριακά κτίσματα στό
περιβάλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου,
ἡ ὁποία κτισμένη πρίν 500 περίπου χρόνια ἀπό τόν ἱδρυτή της Ἅγιο Διονύσιο
τόν ἐν Ὀλύμπῳ, σέ τοποθεσία μοναδικῆς ὀμορφιᾶς στό φαράγγι τοῦ Ἐνιπέα,
μέ τοπικά ὑλικά, πέτρα καί ξῦλο, εἶναι ἕνα ἀρχιτεκτονικό μνημεῖο
ἁρμονικά καί ἰδανικά ἐντεταγμένο στό φυσικό περιβάλλον καί ταυτίζεται
ἀπόλυτα μ’ αὐτό ἀποτελώντας ἀναπόσπαστο μέρος του. Σάν νά φυτρώνη
ἕνα δένδρο. Σάν νά διαμορφώνεται μιά ἡφεστιογεννής σχηματική ποικιλία. |